Οἱ ἱερὲς Ἀκολουθίες τῶν τριῶν πρώτων ἡμερῶν τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος ὀνομάζονται Ἀκολουθίες τοῦ Νυμφίου καὶ παίρνουν τὴν ὀνομασία τους ἀπὸ τὴν παραβολὴ τῶν Δέκα Παρθένων, ποὺ ἀναγινώσκεται τὴ Μεγάλη Τρίτη. Ποιὰ θέση ἔχει ὅμως μέσα στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἡ παραβολὴ αὐτὴ καὶ ἡ ἀναφορὰ στὴ μορφὴ τοῦ Νυμφίου, καθὼς σὲ ἕνα πρῶτο βλέμμα δὲν φαίνεται νὰ ἔχει κάποια σχέση μὲ τὰ Πάθη τοῦ Κυρίου;
Στήν παραβολὴ τῶν Δέκα Παρθένων ὁ Κύριος παρουσιάζει τὸν Ἑαυτό του ὡς Νυμφίο μας. Τὸ κάνει, διότι ἐξαρχῆς ὡς Δημιουργός μας μᾶς ἔπλασε ὅμοιους μὲ τὸν Ἑαυτό του, «κατ᾿ εἰκόνα» καὶ «καθ᾿ ὁμοίωσιν» δική Του.
Αὐτὸς ὁ δεσμός μας μὲ τὸν Πλαστουργό μας παρουσιάζεται στὴ Γραφὴ μὲ τὴν εἰκόνα τῆς συζυγικῆς ζωῆς, τοῦ Νυμφίου καὶ τῆς Νύμφης ψυχῆς. «Γιατί ὁ Θεὸς ὀνομάζει τὴν ψυχή μας Νύμφη; Τὴν ὀνομάζει Νύμφη, διότι τὴν ἔχει μνηστευθεῖ ὡς Θεὸς Λόγος» (Μέγας Ἀθανάσιος).
Ἡ σχέση ἀγάπης ποὺ εἴχαμε ἀπὸ τὴ δημιουργία μας μὲ τὸν Θεό, ἦταν ἀρραβώνας καὶ πρόγευση αἰώνιας κοινωνίας ποὺ θὰ ἀκολουθοῦσε. Ὅταν ὅμως οἱ Πρωτόπλαστοι ἔπεσαν, ἀρνήθηκαν τὸν Νυμφίο τους καὶ Τὸν ἔδιωξαν ἀπὸ τὴ ζωή τους. Πῆραν διαζύγιο ἀπὸ Αὐτόν.Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀνθρωπότητα πλέον ἦ αν «μοιχαλίδα» (πρβλ. Ἰεζ. ις΄ 38).
Οἱ ἄνθρωποι ἀπαρνήθηκαν τὸν ἀγαθὸ Νυμφίο καὶ ἐγκατέστησαν στὴν ψυχή τους τὸν ἐχθρὸ διάβολο. Παραδόθηκαν ἔτσι θεληματικὰ σὲ φρικτὴ κόλαση καὶ ἀργοπέθαιναν.
Ὥσπου ὁ Δημιουργός τους, ὁ ἀληθινὸς Νυμφίος τους, «ὁ ὡραῖος κάλλει παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων» (Ψαλ. μδ΄ [44] 3), κατέβηκε στὴ γῆ ὡς ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἑνωθεῖ καὶ πάλι μαζί τους, μὲ τὸν καθένα μας.
Πῶς ὅμως μποροῦσε νὰ γίνει αὐ τό; Ἡ εἰκόνα τοῦ Δημιουργοῦ μας εἶχε μέσα μας ἀμαυρωθεῖ. Οἱ ψυχές μας εἶχαν διαφθαρεῖ. Πῶς μποροῦσε ὁ ἅγιος Θεὸς νὰ ἑνωθεῖ μ’ αὐτές, ποὺ ἦταν κα άστικτες ἀπὸ τὴν ἁμαρτία; Ἔπρεπε πρῶτα νὰ καθαριστοῦν, νὰ γίνουν ἅγιες, ὡραῖες.
Αὐτὸ τὸ ἔργο ἐργάστηκε ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός μας, σηκώνοντας στοὺς δικούς Του ὤμους τὴ δική μας ἁμαρτωλότητα. Τὸ ἔκανε κυρίως ἐκεῖνες τὶς συγκλονιστικὲς καὶ κοσμοσωτήριες ὧρες τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. Ἐκεῖ, πάνω στὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ ὁ Θεάνθρωπος Νυμ φί ος μας, τὸ ὡραιότερο καὶ ἁγιότερο πρόσωπο τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ μᾶς ξα να δώ σει τὴ χα μέ νη μας ὡραιότητα, πῆρε πάνω του τὴ δική μας ἀσχήμια. Φορτώθηκε Ἐκεῖνος τὶς δικές μας ἁμαρτίες! Ὅπως τὸ εἶπε αἰῶνες πρὶν ὁ προφήτης Ἡσαΐας: «Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται» (νγ΄ 4).
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος μᾶς παρουσιάζει τὸν Κύριο νὰ φλέγεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του γιὰ τὴ Νύμφη, τὴν Ἐκκλησία, καὶ νὰ λέει: «‘‘Κἂν ἐμπτυσθῆναι δέῃ, κἂν ραπισθῆναι, κἂν εἰς αὐτὸν ἀναβῆναι τὸν σταυρόν, οὐδὲ σταυρωθῆναι παραιτήσομαι, ὥστε τὴν νύμφην λαβεῖν’’». Κι ἂν ἀκόμη χρειαστεῖ νὰ ἐμπτυσθῶ, νὰ ραπισθῶ, ἀκόμη καὶ νὰ ἀνεβῶ στὸ Σταυρό· ἀκόμη καὶ τὸ νὰ σταυρωθῶ δὲν θὰ τὸ ἀποφύγω, προκειμένου νὰ κερδίσω τὴ Νύμφη… Καὶ τὴν κέρδισε!
Μέσα ἀπὸ τὴ φρικτὴ ἐκείνη ἀτίμωσή Του ὁ Κύριος ἐργάστη κε τὴ δική μας ἀνάπλαση. Μὲ τὸ αἷμα καὶ τὸ νερὸ ποὺ ἔτρεξε ἀπὸ τὴν ἁγία Του πλευρὰ μᾶς ἀνέπλα σε. Τὸ νερὸ τῆς ἁγίας πλευρᾶς Του εἶναι ποὺ μᾶς λούζει στὸ Μυστή ριο τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος καὶ μᾶς ἑνώνει καὶ πάλι μαζί Του.
«Ὁ Κύριος ἀγάπη σε τὴν Ἐκκλησί α Του», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «καὶ παρέδωσε τὸν Ἑαυτό του σὲ θάνατο γιὰ χάρη της, ὥστε νὰ τὴν ἁγιάσει καθαρίζοντάς την μὲ τὸ λουτρὸ τοῦ ὕδατος τοῦ Βαπτίσματος, προκειμένου νὰ τὴν παρουσιάσει ὡς Νύμφη Του ἄμωμη καὶ ἔνδοξη, χωρὶς κανένα σπίλο ἢ ρυτίδα» (Ἐφ. ε΄ 25-27). Ἀγάπη σε ὁ Κύριος τὴν Ἐκκλησία Του ὡς σύνολο, ἀγάπησε ὅμως μὲ τὴν ἴδια ἀγάπη καὶ τὸν καθένα μας, τὴν καθεμία ψυχὴ ξεχωριστά.
Τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα θὰ δοῦ με καὶ πάλι τὸν Νυμ φί ο τῆς Ἐκκλησίας μας. Πόσοι ὅμως ἀπὸ μᾶς θὰ κατανοήσουμε ὅ τι ὁ πληγωμένος Κύριός μας θέλει νὰ εἶναι ὁ Νυμφίος τῆς ψυχῆς μας, γιὰ νὰ μᾶς προσφέρει οὐράνια ἀγαλλίαση; Ναί! Ποθεῖ ὁ Κύριος νὰ ἑνωθεῖ μὲ μᾶς, μὲ μᾶς ποὺ Τὸν προδώσαμε καὶ ἀπομακρυνθήκαμε ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του.
Ἰδιαιτέρως λοιπὸν τὶς ἅγιες ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος νὰ τὶς ζήσουμε μὲ μετάνοια καὶ συντριβή, γιὰ νὰ μὴ μείνου με ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ. Ἂς παρακαλέσουμε τὸν Κύριό μας νὰ καθαρίσει μὲ τὸ τίμιο Αἷμα Του τὴν «δυσείμονα» (ἄσχημη) μορφή μας, νὰ καθαρίσει «τὸν ρύπον» (βρωμιά) τῆς ψυχῆς μας καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσει νὰ ζήσουμε τὰ ἄχραντα Πάθη Του μὲ συναίσθηση καὶ βαθιὰ εὐγνωμοσύνη γιὰ ὅσα ἔκανε γιὰ μᾶς. «Τὸν Νυμφίον, ἀδελφοί, ἀγαπήσωμεν». Καὶ μὲ συγκίνηση ἱερὴ νὰ Τὸν ὑποδεχθοῦμε στὰ βάθη τῆς ὑπάρξεώς μας, γιὰ νὰ μᾶς ἀναστήσει σὲ νέα ζωὴ καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσει νὰ εἰσέλθουμε μαζί Του στοὺς οὐράνιους γάμους σὲ αἰώνια κοινωνία ἀ γάπης.
Στήν παραβολὴ τῶν Δέκα Παρθένων ὁ Κύριος παρουσιάζει τὸν Ἑαυτό του ὡς Νυμφίο μας. Τὸ κάνει, διότι ἐξαρχῆς ὡς Δημιουργός μας μᾶς ἔπλασε ὅμοιους μὲ τὸν Ἑαυτό του, «κατ᾿ εἰκόνα» καὶ «καθ᾿ ὁμοίωσιν» δική Του.
Αὐτὸς ὁ δεσμός μας μὲ τὸν Πλαστουργό μας παρουσιάζεται στὴ Γραφὴ μὲ τὴν εἰκόνα τῆς συζυγικῆς ζωῆς, τοῦ Νυμφίου καὶ τῆς Νύμφης ψυχῆς. «Γιατί ὁ Θεὸς ὀνομάζει τὴν ψυχή μας Νύμφη; Τὴν ὀνομάζει Νύμφη, διότι τὴν ἔχει μνηστευθεῖ ὡς Θεὸς Λόγος» (Μέγας Ἀθανάσιος).
Ἡ σχέση ἀγάπης ποὺ εἴχαμε ἀπὸ τὴ δημιουργία μας μὲ τὸν Θεό, ἦταν ἀρραβώνας καὶ πρόγευση αἰώνιας κοινωνίας ποὺ θὰ ἀκολουθοῦσε. Ὅταν ὅμως οἱ Πρωτόπλαστοι ἔπεσαν, ἀρνήθηκαν τὸν Νυμφίο τους καὶ Τὸν ἔδιωξαν ἀπὸ τὴ ζωή τους. Πῆραν διαζύγιο ἀπὸ Αὐτόν.Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀνθρωπότητα πλέον ἦ αν «μοιχαλίδα» (πρβλ. Ἰεζ. ις΄ 38).
Οἱ ἄνθρωποι ἀπαρνήθηκαν τὸν ἀγαθὸ Νυμφίο καὶ ἐγκατέστησαν στὴν ψυχή τους τὸν ἐχθρὸ διάβολο. Παραδόθηκαν ἔτσι θεληματικὰ σὲ φρικτὴ κόλαση καὶ ἀργοπέθαιναν.
Ὥσπου ὁ Δημιουργός τους, ὁ ἀληθινὸς Νυμφίος τους, «ὁ ὡραῖος κάλλει παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων» (Ψαλ. μδ΄ [44] 3), κατέβηκε στὴ γῆ ὡς ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἑνωθεῖ καὶ πάλι μαζί τους, μὲ τὸν καθένα μας.
Πῶς ὅμως μποροῦσε νὰ γίνει αὐ τό; Ἡ εἰκόνα τοῦ Δημιουργοῦ μας εἶχε μέσα μας ἀμαυρωθεῖ. Οἱ ψυχές μας εἶχαν διαφθαρεῖ. Πῶς μποροῦσε ὁ ἅγιος Θεὸς νὰ ἑνωθεῖ μ’ αὐτές, ποὺ ἦταν κα άστικτες ἀπὸ τὴν ἁμαρτία; Ἔπρεπε πρῶτα νὰ καθαριστοῦν, νὰ γίνουν ἅγιες, ὡραῖες.
Αὐτὸ τὸ ἔργο ἐργάστηκε ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός μας, σηκώνοντας στοὺς δικούς Του ὤμους τὴ δική μας ἁμαρτωλότητα. Τὸ ἔκανε κυρίως ἐκεῖνες τὶς συγκλονιστικὲς καὶ κοσμοσωτήριες ὧρες τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. Ἐκεῖ, πάνω στὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ ὁ Θεάνθρωπος Νυμ φί ος μας, τὸ ὡραιότερο καὶ ἁγιότερο πρόσωπο τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ μᾶς ξα να δώ σει τὴ χα μέ νη μας ὡραιότητα, πῆρε πάνω του τὴ δική μας ἀσχήμια. Φορτώθηκε Ἐκεῖνος τὶς δικές μας ἁμαρτίες! Ὅπως τὸ εἶπε αἰῶνες πρὶν ὁ προφήτης Ἡσαΐας: «Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται» (νγ΄ 4).
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος μᾶς παρουσιάζει τὸν Κύριο νὰ φλέγεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του γιὰ τὴ Νύμφη, τὴν Ἐκκλησία, καὶ νὰ λέει: «‘‘Κἂν ἐμπτυσθῆναι δέῃ, κἂν ραπισθῆναι, κἂν εἰς αὐτὸν ἀναβῆναι τὸν σταυρόν, οὐδὲ σταυρωθῆναι παραιτήσομαι, ὥστε τὴν νύμφην λαβεῖν’’». Κι ἂν ἀκόμη χρειαστεῖ νὰ ἐμπτυσθῶ, νὰ ραπισθῶ, ἀκόμη καὶ νὰ ἀνεβῶ στὸ Σταυρό· ἀκόμη καὶ τὸ νὰ σταυρωθῶ δὲν θὰ τὸ ἀποφύγω, προκειμένου νὰ κερδίσω τὴ Νύμφη… Καὶ τὴν κέρδισε!
Μέσα ἀπὸ τὴ φρικτὴ ἐκείνη ἀτίμωσή Του ὁ Κύριος ἐργάστη κε τὴ δική μας ἀνάπλαση. Μὲ τὸ αἷμα καὶ τὸ νερὸ ποὺ ἔτρεξε ἀπὸ τὴν ἁγία Του πλευρὰ μᾶς ἀνέπλα σε. Τὸ νερὸ τῆς ἁγίας πλευρᾶς Του εἶναι ποὺ μᾶς λούζει στὸ Μυστή ριο τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος καὶ μᾶς ἑνώνει καὶ πάλι μαζί Του.
«Ὁ Κύριος ἀγάπη σε τὴν Ἐκκλησί α Του», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «καὶ παρέδωσε τὸν Ἑαυτό του σὲ θάνατο γιὰ χάρη της, ὥστε νὰ τὴν ἁγιάσει καθαρίζοντάς την μὲ τὸ λουτρὸ τοῦ ὕδατος τοῦ Βαπτίσματος, προκειμένου νὰ τὴν παρουσιάσει ὡς Νύμφη Του ἄμωμη καὶ ἔνδοξη, χωρὶς κανένα σπίλο ἢ ρυτίδα» (Ἐφ. ε΄ 25-27). Ἀγάπη σε ὁ Κύριος τὴν Ἐκκλησία Του ὡς σύνολο, ἀγάπησε ὅμως μὲ τὴν ἴδια ἀγάπη καὶ τὸν καθένα μας, τὴν καθεμία ψυχὴ ξεχωριστά.
Τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα θὰ δοῦ με καὶ πάλι τὸν Νυμ φί ο τῆς Ἐκκλησίας μας. Πόσοι ὅμως ἀπὸ μᾶς θὰ κατανοήσουμε ὅ τι ὁ πληγωμένος Κύριός μας θέλει νὰ εἶναι ὁ Νυμφίος τῆς ψυχῆς μας, γιὰ νὰ μᾶς προσφέρει οὐράνια ἀγαλλίαση; Ναί! Ποθεῖ ὁ Κύριος νὰ ἑνωθεῖ μὲ μᾶς, μὲ μᾶς ποὺ Τὸν προδώσαμε καὶ ἀπομακρυνθήκαμε ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του.
Ἰδιαιτέρως λοιπὸν τὶς ἅγιες ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος νὰ τὶς ζήσουμε μὲ μετάνοια καὶ συντριβή, γιὰ νὰ μὴ μείνου με ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ. Ἂς παρακαλέσουμε τὸν Κύριό μας νὰ καθαρίσει μὲ τὸ τίμιο Αἷμα Του τὴν «δυσείμονα» (ἄσχημη) μορφή μας, νὰ καθαρίσει «τὸν ρύπον» (βρωμιά) τῆς ψυχῆς μας καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσει νὰ ζήσουμε τὰ ἄχραντα Πάθη Του μὲ συναίσθηση καὶ βαθιὰ εὐγνωμοσύνη γιὰ ὅσα ἔκανε γιὰ μᾶς. «Τὸν Νυμφίον, ἀδελφοί, ἀγαπήσωμεν». Καὶ μὲ συγκίνηση ἱερὴ νὰ Τὸν ὑποδεχθοῦμε στὰ βάθη τῆς ὑπάρξεώς μας, γιὰ νὰ μᾶς ἀναστήσει σὲ νέα ζωὴ καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσει νὰ εἰσέλθουμε μαζί Του στοὺς οὐράνιους γάμους σὲ αἰώνια κοινωνία ἀ γάπης.