Sunday, October 22, 2017

Το Όραμά του Βοσκού.


Από μικρός ζούσε στο βουνό ένας βοσκός. Ένα πρωί χτυπούσαν οι καμπάνες κάτω απ’ το χωριό. Κατεβαίνει κι’ εκείνος. Τρέχει για να προλάβει.

Μπαίνει στην Εκκλησία και βλέπει όλους να φορούν σαμάρια. Ντράπηκε που δεν φορούσε κι’ εκείνος. Πηγαίνει στον σαμαρτζή, αγοράζει το σαμάρι του, το φοράει και γυρίζει ξανά στην Εκκλησία.

Βλέπει, κάποια στιγμή, έναν χριστιανό και έσπερνε σπόρο, έναν άλλο που ζευγάριζε και τον παπά να τρώει ψάρι την ώρα που σήκωνε τα Άγια. Καθένας έκανε και τη δουλειά του.

Βγάζει κι’ αυτός τη φλογέρα του και άρχισε να παίζει. Τον πήραν για τρελλό. Με σαμάρι στην Εκκλησία και να παίζει και φλογέρα!!!

Τον πλησιάζουν οι χωρικοί και του ζητούν να τους εξηγήσει. Εκείνος τους λέει:
-Ήρθα στην Εκκλησία. Σας είδα όλους να φοράτε σαμάρια. Πήγα, έδωσα τόσα λεφτά, για να’ρθω κι’ εγώ με σαμάρι, σαν και σας. Είδα πάλι εκείνον που ζευγάριζε. Εκείνον που «σέρνισκε». Τον παπά και έτρωγε ψάρι. Καθένας έκανε τη δουλειά του. Έβγαλα κι’ εγώ τη φλογέρα μου- κι’ άρχισα να παίζω…

Ρωτούν μετά και τον παπά για τα λόγια του βοσκού. Κι’ ο παπάς τους είπε:
– Την ώρα που έβγαζα τα Άγια, σκέφθηκα πόσο νόστιμα θα ήταν, ζεστά-ζεστά, τα φρέσκα ψάρια που αγόρασα. Με πόση όρεξη θα τα έτρωγα.
Ρωτούν εκείνον που έσπερνε.

– Σκέφθηκα, είπε, να πάω να αποτελειώσω ένα κομμάτι που μου είχε μείνει στο χωράφι.
Το ίδιο είπε κι’ αυτός που ζευγάριζε.

Κατάλαβαν τότε, πως ο βοσκός ήταν αγνός και αυτοί όλοι αμαρτωλοί και τα σαμάρια που είδε ο βοσκός στις ράχες τους, ήταν οι αμαρτίες τους.