Thursday, February 27, 2020

Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καί τῆς κολάσεως μᾶς ξυπνοῦν ἀπό τόν ὕπνο.( Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου )

Εἶναι μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού Γνωρίζει τήν Αρρώστια του καί φροντίζει γιά τή θεραπεία του. Γιατί αὐτό εἶναι τό θεμέλιο τῆς ἀρετῆς. Ὅσο κανείς ἀφήνει τόν ἑαυτό του σέ μαλθακότητα, τόσο περισσότερο προχωράει μπροστά στήν ἀρετή.
Τήν Αρρώστια του θά τήν καταλάβει κανείς ἀπό τούς πειρασμούς πού ἐπιτρέπει ὁ Θεός. Μέ τούς πειρασμούς γνωρίζει κανείς τήν ἀδυναμία του, ἀλλά καί τή μεγαλωσύνη τῆς βοήθειας πού στέλνει ὁ Θεός.

Τήν ψυχή πρέπει νά τήν Τροφοδοτοῦμε μέ τήν Εγκράτεια καί τήν ἐσωτερική Γαλήνη. Ἔτσι μπορεῖ κανείς νά πλησιάσει τόν Θεό καί νά ὠφεληθεῖ. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καί τῆς κολάσεως μᾶς ξυπνοῦν ἀπό τόν ὕπνο.
Γιατί ἡ ἁμαρτία καί ὁ διάβολος μᾶς κοιμίζουν, καί τότε χάνουμε κάθε ἐπαφή μέ τό Θεό. Νά μή ξεχνᾶμε ποτέ, ὅτι μόνο ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκείνη πού σώζει καί ὠφελεῖ τόν ἄνθρωπο. Ὅποιος αἰσθανθεῖ τήν ἀνάγκη τῆς Θείας Βοήθειας κάνει πολλές προσευχές, γίνεται ταπεινός καί αὐξάνει στήν ἀρετή. Ὁ Θεός δέν περιφρονεῖ ποτέ «τήν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην καρδίαν».
Ἡ ταπείνωση βοηθεῖ τόν ἄνθρωπο νά προσελκύσει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Τότε ἡ καρδιά αἰσθάνεται τή Θεία Βοήθεια καί παίρνει δύναμη. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος αἰσθανθεῖ τή Θεία Βοήθεια ἀμέσως γεμίζει ἡ καρδιά του ἀπό χαρά καί πίστη, καί τρέχει γρήγορα στήν προσευχή, πού εἶναι καταφύγιο βοηθείας,
πηγή σωτηρίας, θησαυρός ἀρετῶν καί λιμάνι πού σώζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τίς τρικυμίες τῆς ζωῆς. Ἡ προσευχή ρίχνει φῶς στό σκοτάδι τῆς ψυχῆς.

Εἶναι ἀκόντιο μέ τό ὁποῖο χτυπάει κανείς τόν διάβολο. Καί ἀφοῦ ἀγωνισθεῖ ὁ ἄνθρωπος καί μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ νικήσει, τότε στήν καρδιά του ἔρχεται ἡ εὐφροσύνη τοῦ Θεοῦ. Μόνο μέ τήν ἐπαφή μέ τόν Θεό ὠφελεῖται ὁ ἄνθρωπος. Καί ὅταν καταλάβει ὅτι ἡ προσευχή εἶναι ἕνας θησαυρός πού τόν γεμίζει χαρά καί εὐτυχία, ἀμέσως ἀναπέμπει εὐχαριστίες στόν Θεό.
Καί τότε τό ἔργο τῆς προσευχῆς δέν τό κάνει ἀναγκαστικά, μέ κόπο καί μόχθο, ἀλλά μέ χαρά καί λαχτάρα, γιατί γνωρίζει ὅτι θά ὠφεληθεῖ πολύ ἀπ’ αὐτή. Ὑμνολογεῖ καί δοξάζει τόν Θεό, θαυμάζοντας τή μεγαλωσύνη Του.
Αὐτός πού θά προκόψει στήν προσευχή δέν τήν συγκρίνει μέ κανένα ἀπό τά πράγματα τοῦ κόσμου, τά μάταια καί πρόσκαιρα. Ἡ ἀδιάκοπη προσευχή διώχνει ἀπό τήν ψυχή κάθε φόβο καί δειλία καί τή γεμίζει μέ τήν εὐφροσύνη καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ὅλα αὐτά δημιουργοῦνται στόν ἄνθρωπο ἀπό τή συναίσθηση τῆς ἴδιας του τῆς ἀρρώστιας. Μέ τήν ἐπίμονη προσευχή πλησιάζει τόν Θεό καί μέ πόθο τρέχει σ’ Αὐτόν, γιά νά πάρει φῶς ἀπό τό φῶς Του καί χάρη ἀπό τή χάρη Του.
Ἡ χήρα, πού ἀναφέρει τό Εὐαγγέλιο, παρακαλοῦσε καί φώναζε δυνατά κι’ ἐπίμονα πολλές φορές στόν κριτή, νά τῆς ἀποδώσει τό δίκιο της. Κι ἐκεῖνος εἶπε:
«Τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους δέν τούς φοβᾶμαι οὔτε τούς ὑπολογίζω, ἀλλά γιά τήν ἐπιμονή της θά τῆς κάνω ἐκεῖνο πού ζητάει». Ὅπως λοιπόν ἡ χήρα φώναζε δυνατά γιά τό δίκιο της, ἔτσι κι ἐμεῖς πρέπει νά παρακαλοῦμε μέ ταπείνωση τόν Θεό, νά μᾶς στείλει τά χαρίσματά Του. Γιατί ἡ χήρα τοῦ Εὐαγγελίου πέτυχε αὐτό πού ζητοῦσε, μολονότι ὁ κριτής τήν ἐδίωξε πολλές φορές, προσβάλλοντάς την κατά τόν χειρότερο τρόπο.
Ὁ Θεός γνωρίζει τί μᾶς ὠφελεῖ καί τί ὄχι. Γι’ αὐτό ἄλλοτε μᾶς δίνει ὅ,τι Τοῦ ζητοῦμε καί ἄλλοτε ὄχι. Ὅ Θεός θέλει τό ψυχικό μας συμφέρον, μολονότι πολλές φορές δέν τό καταλαβαίνουμε καί ἀσύνετα ζητᾶμε νά γίνει κάθε αἴτημά μας δεκτό.
Ὁ πολυεύσπλαχνος Θεός ἀναβάλλει μερικές φορές νά στείλει τή χάρη Του, κι’ αὐτό τό κάνει γιά νά φωνάξουμε περισσότερο καί μέ μεγαλύτερη δύναμη στήν προσευχή, κι ἔτσι νά Τόν πλησιάσουμε. Ἀπ’ αὐτά πού τοῦ ζητᾶμε ἄλλα τά δίνει ἀμέσως καί ἄλλα ἀργότερα, ἀποβλέποντας στό ψυχικό μας συμφέρον.
Ἐμεῖς βέβαια θέλουμε νά μᾶς ἀπαντᾶ πάντα ἀμέσως, ἀλλά ὁ Θεός σάν ἄριστος καί μοναδικός παιδαγωγός μᾶς ἀπαντάει τότε, πού θά μᾶς ὠφελήσει ψυχικά. Ἄλλους πάλι τούς ἀφήνει νά δοκιμασθοῦν στούς πειρασμούς, γιά νά ἀποδειχθεῖ ἄν πραγματικά Τόν ἀγαποῦν.
Ἐάν ὁ ἄνθρωπος δέν αἰσθανθεῖ τήν ἀρρώστια του, βρίσκεται σέ μεγάλο κίνδυνο, ἐπειδή, νομίζει ὅτι εἶναι κάτι. Καί τότε ἀπομακρύνεται ὁ Θεός ἀπ’ αὐτόν. Γιατί ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι τό μεγαλύτερο κακό πού ὑπάρχει.
Αὐτός πού ἔχει ὑπερηφάνεια δέν ὑπάρχει περίπτωση νά φτάσει ποτέ στήν τελειότητα.
Ἡ ταπείνωση ἔρχεται μέ τήν συντριβή τῆς καρδιᾶς καί μέ τήν ἀπομάκρυνση τῶν λογισμῶν τῆς ὑπερηφανείας. Κανένα πνευματικό ἔργο δέν μπορεῖ νά σταθεῖ χωρίς τήν ταπείνωση. Μόνο μέ τήν ταπείνωση πλησιάζει κανείς τόν Θεό καί ἔρχεται ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὁ ταπεινός ἄνθρωπος δέν φοβᾶται τόν πολέμο πού τοῦ κάνει ὁ διάβολος μέ τίς αἰσχρές σκέψεις καί τά σαρκικά πάθη. Γνωρίζει ὅτι ὄλ’ αὐτά τά ἐπιτρέπει ὁ Θεός γιά νά μήν πέσει στόν ἐγωϊσμό, στό φοβερό αὐτό καί γεμάτο ἀπό δηλητήριο φίδι.
Ὁ ἄνθρωπος ὅμως δέν πρέπει νά ζητάει ὁ ἴδιος τους πειρασμούς. Αὐτό πού πρέπει νά κάνει εἶναι νά ὑπομένει τίς δοκιμασίες, ὅταν τίς ἐπιτρέπει ὁ Θεός.
Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά εἶναι προσεκτικός καί νά φροντίζει γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς του περισσότερο ἀπ’ ὅλα τά πράγματα. Γιατί ἡ ψυχή μας ἀξίζει περισσότερο ἀπ’ ὅλο τόν κόσμο, εἶπε ὁ Κύριος. Νά κάνει τό καλό, νά ἔχει ΠΙΣΤΗ, νά γνωρίζει τήν ἀδυναμία του καί νά ζητάει ΠΑΝΤΑ τή ΒΟΗΘΕΙΑ τοῦ ΘΕΟΥ.

Η ΑΣΚΗΣΗ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ.
Βασισμένο στούς Ἀσκητικούς Λόγους τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου.

Monday, February 24, 2020

Δὲ θὰ Σὲ ἀρνηθῶ, Χριστέ μου. ( Πρωτοπρεσβυτέρου Στεφάνου Κ. Ἀναγνωστοπούλου )

Στὴν Καμπότζη (χώρα τῆς Νοτιοανατολικῆς Ἀσίας, ἡ ὁποία συνορεύει μὲ τὴν Ταϊλάνδη, τὸ Λάος καὶ τὸ Βιετνάμ), μερικοὶ Χριστιανοὶ εἶχαν συγκεντρωθεῖ, σ’ ἕνα ναὸ ὑποτυπώδη, γιὰ νὰ προσευχηθοῦν. Δὲν πρόλαβαν καλὰ-καλὰ νὰ ἀρχίσουν καὶ ὁ ναὸς βρέθηκε περικυκλωμένος ἀπὸ μουσουλμάνους στρατιῶτες. Προχώρησαν μέσα στὸ ναὸ καὶ ξεκρέμασαν ἀπὸ τὸν τοῖχο μιὰ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποία πέταξαν μὲ περιφρόνηση κάπου κοντὰ στὴν εἴσοδό του.

Μιὰ δυνατὴ φωνὴ ἀντήχησε στὸν ἱερὸ ἐκεῖνο χῶρο, ποὺ σκόρπιζε τὸν τρόμο:

- Ὅποιος θέλει νὰ βγεῖ ζωντανὸς ἀπὸ ‘δῶ μέσα, μόνο ἕνας τρόπος ὑπάρχει: νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ φτύσει τὴν εἰκόνα Του. Διαφορετικὰ, θὰ τουφεκισθεῖ τὴν ἴδια στιγμή.

Τὸ δίλημμα ἦταν τρομερὸ καὶ περιθώρια ἐκλογῆς δὲν ὑπῆρχαν. Καὶ ἡ ἄθεη ἐξουσία δὲν ἀστειευόταν. Συχνὰ εἶχε δείξει τὸ ἀποτρόπαιο πρόσωπό της. Ἀλλὰ καὶ ὁ συμβιβασμὸς εἶναι πάντα ἑλκυστικὸς καὶ ὁ πειρασμὸς μεγάλος. Τί θὰ κάνουν; Θὰ ὁμολογήσουν ἢ θὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό;

Ὁ ἕνας ἦταν ἀρραβωνιασμένος καὶ σὲ λίγες ἡμέρες ἐπρόκειτο νὰ παντρευτεῖ. Ἀξίζει νὰ θυσιασθεῖ καὶ νὰ σβήσουν τὰ ὄνειρά του καὶ οἱ ὄμορφες προσδοκίες του; Ὁ δεύτερος σκεπτόταν τὸ σπίτι του, τὴν οἰκογένειά του, τὴ γυναίκα του, τὰ παιδιά του… Ὁ τρίτος , ὁ τέταρτος, ὁ πέμπτος, ὅλοι κάτι καὶ κάποιον εἶχαν νὰ σκεφθοῦν. Κέρινες καρδιὲς ποὺ ἄρχισαν κιόλας νὰ λιώνουν μέσα στὸ καμίνι τῆς δοκιμασίας. Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου «ὁ φιλῶν… ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. 10:37), εἶχαν κιόλας ἀτονίσει μέσα τους.

Ἔτσι, ἕνας-ἕνας προχώρησε μὲ σκυμμένο τὸ κεφάλι καὶ πιὸ πολὺ μὲ σκυμμένη καὶ ντροπιασμένη τὴν ψυχή. Δὲν ἦταν πορεία μελλοθανάτων, ἦταν νεκρικὴ πομπὴ ἀρνητῶν, ποὺ ἐπορεύετο μὲ στιγματισμένο μέτωπο, γιὰ νὰ θάψει τὴ νεκρή της πίστη. Ἔφθασαν στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἔφτυσαν καὶ βγῆκαν ἔξω ζωντανοί. Ζωντανοί, ἀλλὰ νεκροί. «Ὄνομα ἔχουν ὅτι ζοῦν καὶ νεκροὶ εἶναι» (πρβλ. Ἀποκ. 3:1), κατὰ τὸ θεόπνευστο βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως. Γιατί ποιὰ ζωὴ μπορεῖ νὰ ζήσει ὁ ἀρνητὴς καὶ ὁ προδότης;

Καὶ τελευταία ἔμεινε μιὰ νεαρὴ κοπέλα, δεκαπέντε-δεκαέξι ἐτῶν, ποὺ ἡ ἀγάπη της γιὰ τὸν Χριστὸ τῆς ἔφερε στὴ μνήμη τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Τὶς ἠμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλίψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα;» (Ρωμ. 8:35). Τίποτε ἀπολύτως!

Οἱ στρατιῶτες δὲν εἶχαν καμιὰ ἀμφιβολία. «Καὶ αὐτὴ τὸ ἴδιο θὰ κάνει», ἐσκέφθηκαν. «Λύγισαν οἱ μεγάλοι, δὲ θὰ λυγίσει ἡ μικρή;» Κι ὅμως ἔμειναν κατάπληκτοι ἀπὸ τὴ στάση της. Ἀτάραχη ἐκείνη πλησίασε τὴν εἰκόνα. Τὰ μάτια της βούρκωσαν, ὅταν ἀτένισε τὸν Ἀρχηγὸ τῆς πίστεώς της μὲ τὰ φτυσίματα τῆς προδοσίας τῶν δειλῶν. Γονάτισε. Πῆρε τὴν εἰκόνα στὰ χέρια της. Τὴ σκούπισε, τὴν ἀσπάσθηκε εὐλαβικὰ ἐνῶ τὰ χείλη της ψιθύριζαν:

- Δὲ θὰ Σὲ ἀρνηθῶ, Χριστέ μου!

Οἱ στρατιῶτες πρόταξαν τὰ ὅπλα. Μία ὁμοβροντία ἦλθε νὰ αἱματοκυλίσει τὸ γενναῖο κορίτσι καὶ νὰ τὸ προσθέσει στὴ χορεία τῶν Μαρτύρων. Στολισμένη τώρα πιὰ μὲ τὸ ἁμαράντινο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου προβάλλει ἐνώπιόν μας.

Ἐμεῖς ἄραγε, θὰ κάναμε τὸ ἴδιο στὴ θέση της;

Πηγή: Πρωτοπρεσβυτέρου Στεφάνου Κ. Ἀναγνωστοπούλου «Οἱ Ἀναβαθμοὶ στὴν ἐν Χριστῷ πορεία» (Πειραιᾶς 2011, σελίδα 284).

Wednesday, February 19, 2020

Μάνα, σημαίνει αγάπη:Η μητέρα δεν προδίδει, δεν εγκαταλείπει, αγαπάει μόνο.


Μητέρα, είναι η κάθε γυναίκα σ’ αυτή τη γη που είναι ο φύλακας άγγελος ενός παιδιού όσα χρόνια κι αν περάσουν και όχι η γυναίκα που θα φέρει απλά ένα παιδί στον κόσμο…
Η γυναίκα που δε θα διστάσει να μαζέψει τα κομμάτια σου ακόμα κι αν αυτή ματώσει. Η γυναίκα που από τη στιγμή της σύλληψης, της γέννησης, ή της πρώτης ματιάς, σπάει το εγώ και γίνεται εσύ… Η γυναίκα που σε αποδέχεται γι αυτό που είσαι και όχι γι’ αυτό που θα ήθελε να είσαι…

Μητέρα είναι η γυναίκα που θα πει δεν πεινάω για να φας εσύ ακόμα κι αν ήθελε τόσο πολύ το τελευταίο κομμάτι της πίτας. Είναι η γυναίκα που βλέπει το παιδί της πίσω από κλειστές πόρτες και το προστατεύει από ανοιχτά παράθυρα. Είναι η γυναίκα που ξέρει να θεραπεύει με την αγκαλιά της, την αγάπη της και με το μαγικό φιλί της…

Μάνα είναι αυτή που καταλαβαίνει τι σε απασχολεί χωρίς εσύ καν να της το πεις… 
Μάνα είναι η γυναίκα που δεν έχει χρόνο να αρρωσταίνει, που μπορεί φαινομενικά να έχει δέκα χέρια, δέκα πόδια για να φροντίζει, να μαγειρεύει, να πλένει, να σιδερώνει, να διαβάζει, να παίζει, να αγκαλιάζει, μα εικονικά έχει μόνο δύο… Μάνα είναι η αγάπη. Η κάθε γυναίκα που μπορεί απλά να αγαπήσει ένα παιδί.

Η μητέρα δεν προδίδει, δεν εγκαταλείπει, αγαπάει μόνο… και αγάπη για μένα , δεν είναι τίποτα άλλο παρά υπέρβαση…  
Μάνα είναι η γυναίκα, που μεγαλώνει το παιδί της χωρίς εγωισμό, μα μοναχά με αγάπη. 
Μάνα είναι η γυναίκα που υιοθέτησε 17 παιδιά γιατί είχε μέσα της μόνο αγάπη. 
Η μάνα που δεν έδωσε το παιδί της για υιοθεσία, παρ΄ όλο που η ίδια δεν είχε να φάει.

Η μάνα που μεγαλώνει ένα παιδί με σύνδρομο down, σπαστικό, αυτιστικό, κωφάλαλο, ανάπηρο, ή ότι άλλο μπορεί να καθιστά έναν άνθρωπο διαφορετικό, αλλά το καμαρώνει, δεν το κρύβει… Η μάνα που παλεύει σε ένα νοσοκομείο για να κερδίσει άλλη μια μέρα ζωής όχι γι’ αυτήν αλλά για το παιδί της… 
Μάνα είναι αυτή που ξέρει να πνίγει το δάκρυ και τον πόνο της, μόνο και μόνο για να μη σε στεναχωρήσει.

Μάνα είναι αυτή που σε μαθαίνει να πετάς για να βρεθείς εκεί που αγαπάς…  
Μάνα είναι αυτή που από τη μέρα που σε πρωτοαντίκρισε έγινε η ζωή της ομορφότερη… που δε σου είπε ποτέ πόσο έκλαψε για σένα. 
Μητέρα είναι αυτή που δε σε είδε ποτέ ως λάθος.  
Μητέρα είναι αυτή που σε βλέπει όταν κοιμάσαι… Είναι αυτή που σου σκουπίζει τα δάκρυα, σου ψιθυρίζει πως όλα θα πάνε καλά ακόμα κι αν η ίδια μέσα της ραγίζει…

Μάνα δεν είναι η γυναίκα που σε γεννά αλλά αυτή που σε δημιουργεί…

Γι’ αυτό σήμερα αλλά και κάθε μέρα, να θυμηθούμε να τιμήσουμε τις πραγματικές μητέρες και όχι τις φαινομενικές. Τις γυναίκες που γέννησαν ή δε γέννησαν παιδιά αλλά τα αγάπησαν. Τις γυναίκες που έχασαν τα παιδιά τους, που τα είδαν να πεθαίνουν, να σκοτώνονται, να πνίγονται… όλα τα παιδιά που έχασαν τις μητέρες τους, όλες τις γυναίκες που επέλεξαν να γίνουν μητέρες σε παιδιά ορφανά, σε παιδιά εγκαταλελειμμένα , σε παιδιά με ειδικές ικανότητες, με προβλήματα υγειάς, και τόλμησαν να τα αγκαλιάσουν και να τα αγαπήσουν…

Όλες τις γυναίκες που μεγάλωσαν μόνες τους τα παιδιά τους, χωρίς πατέρα, κάτω από όποιες συνθήκες. Όλες εκείνες που ήταν διατεθειμένες να κόψουν τις σάρκες τους για να θρέψουν τα παιδιά τους αλλά οι ίδιες δεν πουλήθηκαν ποτέ και πουθενά, μήτε ψυχικά, μήτε πνευματικά…

Γιατί πάνω απ΄ όλα ένα παιδί έχει ανάγκη να είναι περήφανο για τη μητέρα του, κι όταν μεγαλώσει να μην περπατάει με σκυμμένο το κεφάλι ψάχνοντας τη χαμένη του αξιοπρέπεια, για τις πράξεις της, είτε γι αυτές που έκανε είτε γι αυτές που δεν έκανε…

Saturday, February 15, 2020

Ἔκανες ὑπακοή, θὰ πᾶς στὸν παράδεισο . ( ‘Αγιος Ἐφραίμ Κατουνακιώτης )

Ἔκανες ὑπακοή, θὰ πᾶς στὸν παράδεισο, δὲν ἔκανες ὑπακοή, δὲν πάει νὰ κάνεις νοερὰ προσευχή, δὲν πάει νὰ μεταλαμβάνεις, δὲν πάει νὰ λειτουργᾶς, προορίζεσαι γιὰ τὴν κόλαση. Νὰ καὶ ὁ Ἀδάμ, νὰ καὶ ὁ Προφήτης Ἐλισσαῖος, νὰ καὶ ὁ Γιεζῆ, ὅλα αὐτὰ τὰ παραδείγματα βεβαιώνουν ὅτι περισσότερο ὁ Θεὸς ἀναπαύεται στὴν ὑπακοὴ παρὰ στὶς ἄλλες ἀρετές, νὰ ποῦμε. Καὶ οἱ ἄλλες ἀρετὲς συνδράμουν, ὅπως ἐνεργεῖ ἡ ὑπακοὴ δὲν ἐνεργοῦν οἱ ἄλλες ἀρετές. Γι’ αὐτὸ περισσότερο ἐπιμεληθεῖτε τὴν ὑπακοή.

‘Αγιος Ἐφραίμ Κατουνακιώτης 

Sunday, February 9, 2020

Όλοι μαζί να ευχόμαστε να φύγουμε μια μέρα, και να γίνουμε ένα τάγμα αγγέλων να υμνολογούμε τον Θεό... ( Γερόντισσα Μακρίνα )

Όλοι μαζί να ευχόμαστε να φύγουμε μια μέρα, και να γίνουμε ένα τάγμα αγγέλων να υμνολογούμε τον Θεό... 
Το μοναστήρι δεν είναι δικό μας. 
Μας φιλοξενεί η Παναγία και σύμφωνα με την φιλοξενία που μας κάνει πρέπει να πολιτευόμαστε.


Γερόντισσα Μακρίνα

Thursday, February 6, 2020

Εκείνο το βράδυ μου έδειξεν ο Θεός την κακίαν τού σατανά. (Αγίου Ιωσήφ Ησυχαστή)


ΚΕΙΝΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΜΟΥ ΕΔΕΙΞΕΝ
Ο ΘΕΟΣ ΤΗΝ ΚΑΚΙΑΝ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ
(ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΚΔ’)
του μακαριστού γέροντα
Ιωσήφ του Ησυχαστή


Μη ξενίζεσαι, τέκνον μου. Έτσι είναι ο μοναχός. Ο βίος τού μονάχου είναι μαρτύριον διαρκές. Ο γλυκύς Ιησούς μέσα εις τας θλίψεις γνωρίζεται. Και μόλις θα τον ζήτησης, θα σου προβάλη τας θλίψεις. Η αγάπη Του είναι μέσα στα βάσανα. Ολίγον μέλι σου δείχνει και αποκάτω έχει κρύψει ολόκληρον αποθήκην πικρίας. Προηγείται το μέλι της χάριτος και ακολουθεί η πικρία των πειρασμών.

Όταν θελήση να σου στείλη τα βάσανα σε ειδοποιεί και ως αγγελιαφόρον σου στέλνει ανάλογον χάριν. Ως να σου λέγη: Γίνου έτοιμος! Να περιμένης πόθεν θα σε προσβάλη και θα χτυπήση ο εχθρός.Και ούτως αρχίζει ο σος αγών και η πάλη.

Πρόσεχε, μη δειλιάσης. Μη ξενίζεσαι, όταν πέ­φτουν κανόνια, αλλά στήθι ανδρείως ως τού Χριστού στρατιώτης, ως δόκιμος αθλητής, ως γενναίος πολεμιστής. Διότι εδώ η παρούσα ζωή είναι στάδιον του πολέμου. Εκείθεν θα είναι η ανάπαυσις. Εδώ εξο­ρία, εκείθεν η αληθινή μας πατρίδα.

Δεν σε είπον και άλλην φοράν; Οκτώ έτη εις την αρχήν είχα μάχην φρικτήν μετά των δαιμόνων. Κάθε νύκτα λυσσώδης αγών και την ημέραν οι λογισμοί και τα πάθη. Ήρχοντο με σπαθιά, αξίνες, μπαλτάδες και φτυάρια.

- Όλοι επάνω του! φώναζαν. Μαρτύριον ετραβούσα.

- Πρόφθασε, Παναγία μου! φώναζα- και άρπαζα ένα- και δος του εκτυπούσα στους άλλους˙ έσπαζα τα χέρια μου στα ντουβάρια.

Και κατά τύχην ήλθε κάποιος γνωστός μας από τον κόσμον, να μας ιδή. Και την νύκτα τον έβαλα στο μικρό μου καλυβάκι να κοιμηθή. Και έρχονται οι δαίμονες, καθώς είχαν συνήθειαν εις εμένα, και τον πιάνουν στο ξύλο, και βάζει κάτι φωνές! Έφριξεν ο άνθρωπος. Κόντευσε να τα χάση. Τρέχω ευθύς.

- Τι έχεις; τον λέγω.

- Οι δαίμονες, λέγει, παρ’ ολίγον με έπνιγαν! Με σκότωσαν στο ξύλο!

- Μη φοβείσαι, τον λέγω, εδικές μου ήταν αυτές και απόψε κατά λάθος τις έφαγες εσύ! Όμως μην ανησυχής. Τον είπα και άλλα τοιαύτα φαιδρά να τον ηρεμήσω. Άλλ’ εστάθη αδύνατον. Δεν ημπορούσε πλέον να μείνη στον τόπον εκείνον του μαρτυρίου.

Έντρομος εκύτταζε δεξιά-αριστερά και παρεκάλει να φύγη. Νύχτα-μεσάνυχτα τον ωδήγησα στην Αγία Άννα και επέστρεψα.

Ήμεθα εις τον Άγιον Βασίλειον τότε.

Λοιπόν μετά οκτώ έτη τοιαύτα, από το ξύλον, όπου έδινα κάθε ημέραν στο σώμα μου δια τον πόλεμον της σαρκός, από την νηστείαν που έκαμα,αγρυπνίαν και λοιπά αγωνίσματα, έγινα πτώμα. Και έπεσα ασθενής. Καιαπελπίσθηκα πλέον ότι δεν υπάρχει ελπίς να νικήσω τους δαίμονας και τα πάθη.

Και μίαν νύκτα όπως ήμουν καθήμενος άνοιξεν η θύρα. Εγώ σκυφτός ευχόμην νοερώς και δεν κύτταξα. Είπα ότι ο π. Αρσένιος άνοιξε. Κατόπιν αισθάνο­μαι κάτω μου ένα χέρι να με ερεθίζη προς ηδονήν. Κυττάζω και βλέπω τον δαίμονα της πορνείας, τον ψωριάρη. Όρμησα επάνω του ωσάν σκύλος – τέτοια μανία τον είχα – και τον άρπαξα. Και στην αφήν μου αι τρίχες του ήσαν όπως του χοίρου. Και έγινεν άφαντος. Εγέμισε βρώμα όλος ο τόπος. Και απ’ αυτήν την στιγμήν έφυγε μαζί του και ο πόλεμος της σαρκός. Και έγινα πλέον ως βρέφος σε μεγάλην απάθειαν.

Εκείνο το βράδυ μου έδειξεν ο Θεός την κακίαν τού Σατανά.

Ήμην πολύ υψηλά εις ένα ωραίον μέρος, και κάτωθεν μεγάλη πλατέα, και πλησίον η θάλασσα. Και είχαν στήσει οι Δαίμονες μυριάδες παγίδες. Και επερνούσαν οι μοναχοί- και πίπτοντας αι παγίδες άλλον έπιαναν από το κεφάλι, άλλον από το πόδι, άλλον από το χέρι, από τα ρούχα, από όπου ήτον τρόπος τον καθένα. Ο δε βύθιος δράκων είχε το κεφάλι του έξω από την θάλασσαν και – βγάζων πυρ από το στόμα του, μάτια και μύτη – έχαιρε και ηγάλλετο εις την πτώσιν των μοναχών. Εγώ δε βλέπων τον ύβριζα.

- Ω βύθιε δράκον! έλεγα. Δι’ αυτό μας απατάς και μας παγιδεύεις!

Και συνήλθα έχων χαράν και θλίψιν ομοίως. Χαράν, διότι είδον τες παγίδες του Διαβόλου. Θλίψιν δια την πτώσιν μας και τον κίνδυνον, όπου κινδυνεύομεν εφ’ όρου ζωής.

Έκτοτε ήλθα εις μεγάλην ειρήνην και προσευχήν. Αλλά δεν παύει αυτός.Εγύρισε κατ’ επάνω μου τους ανθρώπους. Δι’ αυτό σου τα γράφω, να κάμετε υπομονήν συ και οι λοιποί αδελφοί.

Είναι αγώνας εις αυτήν την ζωήν, αν θέλης να κερδίσης, δεν είναι αστεία! Με τα ακάθαρτα πνεύμα­τα πολεμείς, όπου δεν μας ρίχνουν γλυκά και λουκού­μια, αλλά σφαίρες οξείες που θανατώνουν ψυχήν, όχι σώμα.

Πλην μη λυπήσαι. Μη δειλιάς. Έχεις βοήθειαν. Εγώ σε βαστάζω. Σε είδα κατά αλήθειαν εχθές εις τον ύπνον μου, ανεβαίναμε μαζί προς τον Χριστόν.Λοιπόν, ανάστα και δράμε οπίσω μου.

Μόνον πρόσεχε, αφού είδες τες παγίδες των πονηρών και αλλοίμονον εις εκείνον που πιάσουν.

Εύκολα δεν ημπορεί από τα νύχια τους να ξεφύγη.

Βεβαίως δεν ημπορεί – όσον και αν το θέληση – ο Διάβολος μόνος να μας κολάση, εάν ημείς δεν συνερ­γήσαμεν στην κακίαν του˙ άλλ’ ούτε πάλιν ο Θεός θέλει μόνος Του να μας σώση, εάν και ημείς δεν γίνωμεν συνεργοί της Αυτού χάριτος εις την σωτηρίαν μας. Πάντοτε βοηθεί ο Θεός, πάντα προφθάνει, αλλά θέλει και ημείς να εργασθούμεν, να κάμωμεν εκείνο όπου ημπορούμεν.

Όθεν μη λέγης ότι δεν επρόκοψες, και διατί δεν επρόκοψες, και άλλα παρόμοια. Διότι η προκοπή δεν έγκειται εις μόνον τον άνθρωπον, καν θελήση, καν και πολύ κοπιάση. Η δύναμις του Θεού, η χάρις Του η ευλογημένη, αυτή κάμνει το παν, όταν το εξ ημών λάβη. Αυτή σηκώνει τον πεσμένον, αυτή ανορθοί τον κατερραγμένον.

Αυτόν τον Θεόν και Σωτήρα ημών να παρακαλούμεν και ημείς εξ όλης καρδίας να έλθη, να σφίξη τον παράλυτον, να εγείρη τον τετραήμερον Λάζαρον, να δώση οφθαλμούς εις τον τυφλόν, να θρέψη τον πεινασμένον.


Από το βιβλίο «Έκφραση Μοναχικής Εμπειρίας» του μακαριστού γέροντα Ιωσήφ του Ησυχαστή το οποίο περιέχει επιστολές προς τα πνευματικά του παιδιά.

Sunday, February 2, 2020

Την ψυχή αυτή, ο διάβολος δεν μπορεί να την πλησιάσει, διότι θα κατακαεί. ( Γέροντας Εφραίμ της Σκήτης του Αγίου Ανδρέα )

Όταν η σόμπα είναι ζεστή και πυρακτωμένη από τα ξύλα που καίγονται, δεν μπορεί κάποιος να την κλέψει. Πρέπει να σβήσει η φωτιά και μετά...
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με την ψυχή, που έχει Χάρη μετανοίας όταν ζει με την ευχή του Χριστού και κάνει έργα μετανοίας... 
Την ψυχή αυτή,ο διάβολος δεν μπορεί να την πλησιάσει,διότι θα κατακαεί.
Αυτήν την Χάρη μετανοίας να μας χαρίζει ο Κύριος σε όλους, μέχρι το τέλος της ζωής μας, ώστε να παραδώσουμε την ψυχή μας στα χέρια του Χριστού! Αμήν.

Γέροντας Εφραίμ της Σκήτης του Αγίου Ανδρέα