Saturday, November 26, 2016

Η Ελλάς, η Ευρώπη και η Ορθόδοξη Θεία Λειτουργία


 

Αρχιμ. Βασιλείου Γοντικάκη, 
Προηγουμένου Ι. Μ. Ιβήρων

Ὁπότε, δὲν στέκουν οἱ ἀπόψεις ὅτι ὑπάρχουν κάποιοι πλούσιοι καὶ δυνατοὶ ποὺ ἀδικοῦν ἐ μᾶς, τοὺς φτωχοὺς καὶ λίγους «τῆς θρησκευτικῆς καὶ πολιτιστικῆς μειονότητος».

Εἶναι ψέμμα αὐτό. Εἴμαστε οἱ πλούσιοι, οἱ δυνατοὶ καὶ πολιτισμένοι, ποὺ ἀδικοῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους. Ἔχομε τὴν ἰσχὺ τοῦ Πνεύματος καὶ κληρονομιὰ ἀκατάλυτη, ποὺ μᾶς καθιστᾶ ὑπεύθυνους γιὰ τὴν προστασία τῆς ἀνθρωπίνης ἐλευθερίας καὶ ἀξιοπρέπειας.

Τὰ κροκοδείλια δάκρυά μας δὲν θὰ μᾶς ἀπαλλάξουν ἀπὸ τὴν εὐθύνη. Εἴμαστε ὀφειλέται. Καὶ θὰ μᾶς ζητήσουν λόγο οἱ ἄνθρωποι, οἱ χιλιάδες, τὰ ἑκατομμύρια, ποὺ ἀδικήθηκαν, κάηκαν, σάπισαν στὰ κάτεργα, καὶ αὐτοὶ ποὺ σήμερα ζοῦν μέσα στὸν λιμὸ τῆς εὐμαρείας καὶ στὴν εἱρκτὴ τῆς «ἐλευθερίας», ποὺ τοὺς ὁδηγεῖ στὴ νάρκωσι καὶ τοὺς πνίγει.

Δὲν θὰ μᾶς σώση κανένα ἄλλοθι, ὅταν σταθοῦμε στὴν τελικὴ κρίσι, ὅταν θὰ προσπαθοῦμε καὶ δὲν θὰ μποροῦμε νὰ δικαιολογήσωμε τὸ γιατί δὲν ζήσαμε καὶ δὲν δώσαμε τὴ μαρτυρία τῆς Παραδόσεώς μας, ποὺ προσφέρει σαρκωμένη καὶ ἔμπρακτη λύσι στὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς κοινωνίας του· στὸ πρόβλημα τοῦ νοήματος τῆς ζωῆς καὶ τῆς συνεχείας της.

Ἂν οἰκονομικὰ εἴμαστε ὑποδεέστεροι, συγκρινόμενοι μὲ ἄλλους λαούς, καὶ ἂν δὲν διαθέτωμε τὰ κεφάλαια τῆς Εὐρωπαϊκῆς Τραπέζης, ὅμως ἔχομε κάποια ἄλλα, μοναδικά, ἀδαπάνητα λειτουργικὰ κεφάλαια κάποιας ἄλλης Ἁγίας Τραπέζης, ποὺ εἶναι ἱκανὴ νὰ θρέψη τὴν οἰκουμένη μὲ τὴ χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως ποὺ νικᾶ τὸν θάνατο:

«Ἡ τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ὁ μόσχος πολύς, μηδεὶς ἐξέλθῃ πεινῶν. Πάντες ἀπολαύσατε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως. Πάντες ἀπολαύσατε τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος» ( Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Λόγος κατηχητικὸς τοῦ Πάσχα).

Τὸ χρέος μας εἶναι μεγάλο, συγκεκριμένο καὶ οἰκουμενικό. Καὶ τὸ ὅτι ἡ ἐλάχιστη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ μικρὴ ἀριθμητικὰ καὶ ἀδύνατη ἀνθρωπίνως, προκαλεῖ κάποια ἀντίδρασι –γιατὶ αὐτὴ σώζει τὸν ἄνθρωπο– φανερώνεται καὶ στὶς ἐκδηλώσεις καὶ ἐνέργειες ἀνθρώπων «δυνατῶν καὶ ὑπευθύνων», ποὺ κανονικά, ἂν ἦταν ἀμελητέα ποσότης, ἔπρεπε ἁπλῶς νὰ τὴν ἀντιπαρέρχωνται διὰ τῆς σιωπῆς. Ἐνῷ συμβαίνει τὸ τελείως ἀντίθετο: Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριά, ἀπὸ τὰ κέντρα ἐξουσίας καὶ ἀπὸ τοὺς «δοκοῦντας ἄρχειν τῶν ἐθνῶν» (πρβλ. Μάρκ. 10, 42) ἐκφράζεται μιὰ ἀνησυχία.

Ὁ κ. Χάντινγκτον μὲ τοὺς ἐπιτελεῖς του στὸ Χάρβαρντ ἐπισημαίνει ὅτι ἡ παρουσία τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς ξένης λογικῆς της συνιστᾶ ἐπικίνδυνη ἀνωμαλία στὴν ἀνατολικὴ περιοχὴ τῆς Μεσογείου.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ὁ πολιὸς μελετητὴς καὶ γνώστης τῆς ἱστορίας καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σὲρ Στῆβεν Ράνσιμαν δηλώνει ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει τὴ δύναμι νὰ ἐπιζήση κατὰ τὸν ἐρχόμενο αἰώνα. Ὁ Ρωμαιοκαθολικισμὸς καὶ ὁ Προτεσταντισμὸς ἔχουν τὴν ἴδια λογικὴ καὶ κινοῦνται στὸ ἴδιο πλαίσιο καὶ στὴν ἴδια ὁλοκληρωτικὴ τακτική, ὅπου ὁ ἄνθρωπος ἀγνοεῖται, ὑποτιμᾶται.

Καὶ οἱ δύο πλευρὲς ἔχουν δίκιο. Ἂν καὶ ξεκινοῦν ἀπὸ διαφορετικὲς προϋποθέσεις, καταλήγουν στὸ ἴδιο: ἐντοπίζουν τὴν ἴδια πραγματικότητα, ποὺ εἶναι γιὰ ἄλλους ὀσμὴ ζωῆς εἰς ζωήν, καὶ γιὰ ἄλλους ὀσμὴ θανάτου εἰς θάνατον (βλ. Β΄ Κορ. 2, 16). Οἱ Ὀρθόδοξοι πρέπει νὰ εἴμαστε εὐγνώμονες καὶ πρὸς τὶς δύο πλευρὲς (προπαντὸς πρὸς τὴν πρώτη), γιατὶ μᾶς στέλνουν τὸ ἴδιο μήνυμα: δὲν μποροῦμε ἀτιμωρητὶ νὰ κοιμώμαστε. Τὸ συμπέρασμα:

– Δὲν εἴμαστε λίγοι, εἴμαστε πολλοί. Τὸ πλῆθος καὶ ἡ δύναμίς μας βρίσκονται στὸν δυναμισμὸ τοῦ προζυμιοῦ τῆς ἐλευθερίας τοῦ Πνεύματος.

– Δὲν θὰ μᾶς φᾶνε. Ὀφείλομε νὰ φαγωθοῦμε, γιὰ νὰ δώσωμε στοὺς πεινασμένους «τὸν οὐράνιον ἄρτον, τὴν τροφὴν τοῦ παντὸς κόσμου» (Εὐχὴ τῆς Προθέσεως τῆς θείας Λειτουργίας τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου), ποὺ μελίζεται καὶ δὲν διαιρεῖται· ἐσθίεται καὶ οὐδέποτε δαπανᾶται (βλ. ὀπισθάμβωνο εὐχὴ τῆς θείας Λειτουργίας τοῦ Μ. Βασιλείου). Ἔτσι, βρίσκομε τὸν ἑαυτό μας, ἀποκτοῦμε δύναμι καὶ ἐξοφλοῦμε τὸ χρέος μας.

– Δὲν φοβόμαστε καὶ δὲν τὰ χάνομε. Ὄχι ἐπειδὴ εἴμαστε δυνατοί, ἀλλ’ ἐπειδὴ εἶναι δυνατὸς Αὐτὸς ποὺ μᾶς ἀγαπᾶ, καὶ ἀγαπᾶ τὸν κάθε ἄγνωστο καὶ ἀνώνυμο ἄνθρωπο μὲ τὴν ἀγάπη ποὺ ἀγαπᾶ τὴν οἰκουμένη.

– Ἡ ἐποχή μας εἶναι κρίσιμη, ἄρα καλή, ἂν τὴ δοῦμε μέσα ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς θείας Λειτουργίας, τῆς ἱερᾶς Ἀποκαλύψεως· εἶναι μία ἀφορμὴ μετανοίας καὶ σωτηρίας ὅλων μας. Ἂν ἤμασταν καλὰ κατὰ φαντασίαν καὶ ἀνθρωπίνην ἐπίνοιαν, ἂν δὲν εἴχαμε προβλήματα ἢ νομίζαμε ὅτι δὲν εἴχαμε· θὰ ἤμασταν σὲ κατάστασι ἐπικινδύνου νάρκης, ὕπνου καὶ ψευδαισθήσεως.

– Δὲν ἀμυνόμαστε. Κάνομε ἐπίθεσι. Καὶ ἡ ἐπίθεσι γίνεται πρὸς ὄφελος ἐκείνων πρὸς τοὺς ὁποίους ἐπιτιθέμεθα. Καὶ ἂν θέλετε γιὰ τὴ Συνθήκη τοῦ Σένγκεν καὶ τὸ φακέλωμα: τὸ «ὄχι» ἔρχεται ἀπὸ μόνο του. Καὶ τὸ «ὄχι» αὐτὸ λέγεται ἀπὸ ἀγάπη καὶ γιὰ τὸ καλὸ περισσότερο τῶν Εὐρωπαίων (ἐκείνων ποὺ νομοθετοῦν καὶ παίρνουν ἀποφάσεις – ὅπως τὶς παίρνουν – καὶ ἐκείνων ποὺ τὶς ὑφίστανται).

Ὄχι τόσο γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους· αὐτοὶ εἶναι δοκιμασμένοι καὶ παρηγορημένοι μέσα στὰ ἀτελείωτα ἱστορικά τους μαρτύρια καὶ στὴν οὐράνια παράκλησι τῆς θείας Λειτουργίας. Ἔτσι, καὶ οἱ πιὸ μεγάλες ἐλευθερίες εἶναι ἀνεπαρκεῖς γιὰ τὶς ἀπαιτήσεις τους, καὶ ἡ βαρύτερη σκλαβιὰ ἀνίκανη νὰ θίξη τὴν ἐλευθερία τους. νὰ θίξη τὴν ἐλευθερία τους.

 http://agapienxristou.blogspot.ca/2014/10/blog-post_28.html

Η Ορθοδοξία είναι η βασιλική οδός του Ευαγγελίου ( Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεΐτης )


 

Αγαπητά μου παιδιά,
…Είμεθα Ορθόδοξοι και ουσιαστικά δεν γνωρίζου με το ύψος, το βάθος, το πλάτος της Ορθοδοξίας. Θα πρέπει να την δούμε σε όλη την αγιότητα της.
Τι είναι Ορθοδοξία; Ορθοδοξία είναι η αλήθεια, το ορθό δόγμα περί του Θεού, περί του ανθρώπου και περί του κόσμου, όπως μας την έδωσε ο Ίδιος ο ενανθρωπήσας Θεός με την υπέροχη διδασκαλία Του, με την αγία ζωή Του και με την λυτρωτική θυσία Του, όπως την διετύπωσε κατόπιν η θεόπνευστος διάνοια και καρδία του Αποστόλου Παύλου, όπως την «ζωντάνεψε» ο μαθητής της αγάπης και οι άλλοι Ευαγγελισταί και Απόστολοι με το ουράνιον φως του Άγιου Πνεύματος, όπως την παρέδωσαν και σε μας οι πνευματοκίνητοι Πατέρες της Αλεξανδρείας, της Κωνσταντινουπόλεως, της Καππαδοκίας, της Συρίας, της Παλαιστίνης και του Αγίου Όρους αργότερα. Όλοι αυτοί από τον Ιερό Πολύκαρπο, τον μαθητή των Αποστόλων, μέχρι τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, ο όποιος εκοιμήθη στις αρχές του 19ου αιώνος, με την σοφία τους και την αγιότητα τους, με τις θυσίες και τους αγώνες τους μας παρέδωκαν την παρακαταθήκη της ορθής πίστεως και ζωής, τον θησαυρό της ορθοδόξου παραδόσεως.

Ορθοδοξία είναι η θαυμαστή εκείνη σύνθεσις δόγματος και ήθους, θεωρίας και πράξεως. Ορθοδοξία είναι ακόμα εκείνο που διετύπωσαν επισημότερα αι Σύνοδοι, τα οικουμενικά εκείνα ευλογημένα συνέδρια της ανά τον κόσμον Εκκλησίας του Χρίστου. Τότε οι θεοφόροι Πατέρες «όλην συγκροτήσαντες την της ψυχής επιστήμην και τω θείω πνεύματι συνδιασκεψάμενοι» απεφάνθησαν για τα μεγαλύτερα προβλήματα, που απασχολούν τον πνευματικό άνθρωπο και έθεσαν τα βάθρα, τα θεμέλια της πνευματικής ζωής, που είναι ο πραγματικός πνευματικός πολιτισμός.



Την Ορθοδοξία επεσφράγισαν οι μάρτυρες όλων των εποχών όλη η ιερή στρατιά των εκατομμυρίων ηρώων και ομολογητών, ανδρών, γυναικών και παιδιών με το τίμιο αίμα τους. Από τα αμφιθέατρα της Ρώμης μέχρι τα στρατόπεδα της Ρωσίας, απέδειξαν ότι ο χριστιανισμός δεν είναι μια απλή θεωρία, αλλά η αλήθεια και η ζωή ο ωραιότερος ηρωισμός, η νίκη κατά της ωμής βίας και της υλικής δυνάμεως, η επικράτησις και η βασιλεία του πνεύματος.

Ήρθε κατόπιν να ύμνηση την Ορθοδοξία η λατρεία με την υπέροχη ποίησι και την εμπνευσμένη υμνογραφία της, η οποία συνδυάζει το φυσικό με το υπερφυσικό, τα εγκόσμια με τα επουράνια, την ατομικότητα με την κοινωνικότητα, την οικειότητα και τον βαθύ σεβασμό, το εύληπτο και το μυστήριο.

Μέσα στον ναό σε κάθε Λειτουργία, μέσα σε μια ατμόσφαιρα ανατάσεως και ιερότητος τελείται η Θυσία του Θεανθρώπου, όπου συμμετέχουν όλοι οι πιστοί. Εκεί επίσης υμνούνται και προβάλλονται τα κατορθώματα των γιγάντων της πίστεως με επικεφαλής του χορού αυτού την Θεοτόκο Μαρία. Εκεί εξυμνείται το δόγμα, όχι μόνον ως αληθές, αλλά και ως ανταποκρινόμενο στις ανθρώπινες εφέσεις….

Ένα άλλο γνώρισμα της Ορθοδοξίας ήταν πάντοτε ο ηρωισμός που τον είδαμε στο μαρτύριο, ο όποιος δεν σταμάτησε μόνον στην θυσία του αίματος. Τα τέκνα της Ορθοδοξίας πάντα έδειξαν σθένος και γενναιότητα μπροστά σε κάθε είδος αυθαιρεσίας, είτε προερχόταν από τον Ιουλιανό τον Παραβάτη, είτε από τους αρειανούς και μονοφυσίτες, είτε από τους εικονομάχους και λατινόφρονες μοναχούς. Η φάλαγγα αυτή των ηρώων της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν περιλαμβάνει μόνον τον Μέγα Αθανάσιο, τον Μέγα Βασίλειο, τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, αλλά και τον Άγιο Θεόδωρο τον Στουδίτη, ηγούμενο της του Στουδίου Μονής με όλους τους μοναχούς του, τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, τον μέγα ήρωα, τον Άγιο Μάρκο τον Ευγενικό και άπειρο πλήθος ομολογητών και υπερασπιστών της πίστεως μας….

Η Ορθοδοξία εβάδισε πάντοτε την βασιλική οδό του Ευαγγελίου. Εκράτησε ανόθευτο, γνήσιο το πνεύμα του χριστιανισμού έναντι του σκοτεινού μυστικισμού των ανατολικών αιρέσεων, της παποκαισαρικής συγκεντρωτικότητος των Λατίνων και του ορθολογιστικού υποκειμενισμού των Προτεσταντών. Πάντοτε εκράτησε το μέτρο και την αρμονία, δεν είχε τίποτε το λάθος, διότι οι Πατέρες ήταν πνευματοκίνητοι, αγιοπνευματικώς οδηγούμενοι.

Δεν περιφρόνησε η Ορθοδοξία τον άνθρωπο, ούτε την σοφία, ούτε την φύσι, ούτε την τέχνη, δεν υπήρξε απάνθρωπος. Όλα τα εξηγίασε και δημιούργησε πολιτισμό. «Την φύσιν», κατά το τροπάριον των Τριών Ιεραρχών «των όντων ετράνωσε, τα των ανθρώπων ήθη κατεκόσμησε».
Η Ορθοδοξία είναι η πορεία του ολοκληρωμένου ανθρώπου προς τον Πλάστη του, προς την θέωσι. Οδηγεί τον άνθρωπο στην πλήρη ανάπτυξί του εν τω Χριστώ και για τον Χριστό. Η Ορθοδοξία δεν είναι μόνον η κατ’ εξοχήν θεολογία, αλλά είναι συγχρόνως και η αληθινή ψυχολογία, ο γνήσιος ανθρωπισμός και κοινωνισμός. Είναι ένα πολύεδρο διαμάντι, το όποιον από όλες τις πλευρές παρουσιάζει νέες αντανακλάσεις της αληθείας.

Ας γνωρίσουμε, λοιπόν, την Ορθοδοξία μας. Όχι θεωρητικά. Ας την αισθανθούμε και ας την ζήσουμε σε όλο το βάθος και το πλάτος της. Ετσι μόνο θα μπορού με να την προβάλουμε και να την αξιοποιήσουμε.

Διότι η Ορθοδοξία μας δεν είναι μουσείο και παρελθόν, αλλά ζωή, δημιουργία και ακτινοβολία. Είναι η μεγάλη ιδέα του έθνους μας, είναι η χρυσή ελπίδα της σω­τηρίας μας, είναι το καύχημα μας εν Χριστώ. Ας την κηρύττουμε με ηρωισμό και γενναιότητα ως τέκνα γνήσια των μεγάλων ηρώων της.

Πανέμορφη Ορθοδοξία, αιματοστόλιστη νύμφη του Χριστού, ποτέ, ποτέ να μη σε αρνηθούμε οι ανάξιοι, αλλά αν το καλέσουν οι περιστάσεις και οι καιροί, αξίωσε μας, ω φίλη, δια σε να χύσουμε και την τελευταία ρανίδα του αίματός μας. Αμήν.

(Αποσπάσματα από το βιβλίο Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ, τόμος Α’, εκδ. Ι. Μ. Φιλόθεου 2004

Ο ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ




Ἡ Ὀρθοδοξία μας δέν εἶναι ἰδεολογία ἀλλά τρόπος ζωῆς.

- Ἀσκητικός ὃσον ἀφορᾶ τά καθήκοντα ὡς πρός τόν ἑαυτό μας

- Ἀγαπητικός ὃσον ἀφορᾶ τή συμπεριφορά μας ὡς πρός τόν ἂλλο

- Εὐχαριστιακός ὃσον ἀφορᾶ τήν στάση μας ἀπέναντι στό Θεό.

Τό ἦθος ἑπομένως κάθε Χριστιανοῦ ἀπέναντι στό Θεό πρέπει νά εἶναιεὐχαριστιακό. Ἂλλωστε, τό ζήτησε καί ὁ ἲδιος ὁ Κύριος, ὃταν ἀπό τούς δέκα θεραπευθέντες λεπρούς, μόνο ἓνας ἐπέστρεψε νά Τόν εὐχαριστήσει, λέγοντας: «Οὐχί οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν, οἱ δέ ἐννέα ποῦ; Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ, εἰμή ὁ ἀλλογενής οὗτος;» (Λουκ ιζ΄17,18).

Στή Θεία Εὐχαριστία, εὐχαριστοῦμε τόν Κύριο γιά ὃλα τά δῶρα Του «ὑπέρ ὧν ἲσμεν καί ὧν οὐκ ἲσμεν, τῶν φανερῶν καί ἀφανῶν εὐεργεσιῶν, τῶν εἰς ἡμᾶς γεγενημένων». Τόν εὐχαριστοῦμε γιά ὃσα γνωρίζουμε καί ὃσα δέν γνωρίζουμε. Γιά ὃλες τίς εὐεργεσίες Του φανερές καί ἀφανεῖς. Σέ ὃλα αὐτά τά δῶρα, ἀντιπροσφέρουμε τά δικά μας «τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν» τόν ἂρτο καί τόν οἶνο, πού τό Ἃγιο Πνεῦμα θά μεταβάλλει σέ «σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ» πρός μετάληψη καί ἁγιασμό τῶν πιστῶν. Ἒτσι ἡ εὐχαριστία πού ἀναπέμπουμε στόν Χριστό σέ κάθε Θεία Λειτουργία, γίνεται μέσον συνδέσεως τῶν πιστῶν μέ τόν Χριστό, μέσον ψυχικῆς τροφοδοσίας αὐτῶν, γιά νά συνεχίσουν νικηφόρα τόν ἀγώνα ἰάσεως τῶν παθῶν τους καί λήψεως φωτισμοῦ καί χάριτος.

1. Ἡ εὐχαριστιακή ζωή στόν Παράδεισο

Ὁ Πανάγαθος Θεός ἒπλασε τόν ἂνθρωπο ἀπό ἀγάπη, χωρίς καμιά ἂλλη ἀνάγκη ἢ καταναγκασμό, ἐλεύθερα, γιά νά συμμετέχει καί αὐτός στή ζωή καί στήν μακαριότητα του Θεοῦ.

Τόν ἐπροίκισε μέ σπάνια χαρίσματα πού ἀποτελοῦν τό «κατ’ εἰκόνα»: Αὐτά εἶναι: Λογικό, αὐτεξούσιο, συνείδηση, δημιουργικότητα, προσωπική αὐτοσυνειδησία, ἀγαπητική δύναμη καί ἒμφυτη τάση πρός τό Θεό (γιά νά ἐπικοινωνεῖ μέ τό Θεό), τό «ἂνω θρώσκειν» πού ἒλεγαν οἱ Ἀρχαῖοι Ἓλληνες. Ἐργαζόμενος καί ἀξιοποιώντας αὐτά τά χαρίσματα, ἒπρεπε ὁ ἂνθρωπος κάνοντας καλή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου του νά ἐπιτύχει τό «καθ’ ὁμοίωσιν».

Σύμφωνα μέ τό πρῶτο κεφάλαιο τῆς Γενέσεως ὁ ἂνθρωπος ζοῦσε εὐτυχισμένος στόν Παράδεισο, σέ κοινωνία μέ τόν Θεό. Δεχόταν καθημερινά τήν ἐπίσκεψή Του, συνομιλοῦσε μαζί Του καί χαιρόταν τήν Παρουσία Του. Μέσα στόν Παράδεισο ἦταν βασιλεύς καί ἱερεύς. Βασιλεύς, διότι ἐξουσίαζε ὃλα τά ζῶα, τά φυτά καί τό περιβάλλον χρησιμοποιώντας τα πρός ὂφελός του. Ἱερεύς, διότι ἒπρεπε νά ἀντιπροσφέρει στόν Θεό ὡς θυσία μέρος τῶν ἀγαθῶν πού εἶχε λάβει ἀπό τό Θεό, ἐκφράζοντας συγχρόνως τήν Εὐχαριστία του γι αὐτά.

Ζοῦσε ἑπομένως δημιουργικά, διότι ὢφειλε «Ἐργάζεσθαι καί φυλάττειν» τόν Παράδεισο, ἀλλά καίεὐχαριστιακά, διότι ἒπρεπε νά ἀντιπροσφέρει στόν Θεό μέρος ἀπό τά δῶρα πού ἀπολάμβανε εὐχαριστώντας Τον. Ἐπιτελοῦσε τρόπον τινά μιά Θεία Λειτουργία, τήν Λειτουργία του Παραδείσου, συλλειτουργώντας μέ τούς Ἁγίους Ἀγγέλους, πού εἶχαν δημιουργηθεῖ προηγουμένως, ἦσαν λογικά πλάσματα μέ ἀποστολή νά λατρεύουν καί νά διακονοῦν διαρκῶς τό Θεό.

2. Προπατορικό ἁμάρτημα- ἒκπτωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν εὐχαριστιακή ζωή

Δυστυχῶς, ὃπως γνωρίζουμε, τό πρῶτο ἀνθρώπινο ζεῦγος δέν παρέμεινε γιά πολύ στήν ὑπακοή τοῦ Θεοῦ. Παρασυρμένο ἀπό τόν διάβολο, ὁ ὁποῖος ψευδῶς τοῦ ὑποσχέθηκε τό «ἔσεσθε ὡς θεοί» ἂν παραβεῖ τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ἁμάρτησε καί παρέμεινε ἀμετανόητο, παρά τήν προσπάθεια πού ἒκανε ὁ Θεός νά τό φέρει σέ συναίσθηση, νά μετανοήσει, νά ἀναλάβει τίς εὐθύνες του καί νά ζητήσει συγχώρεση. Προτίμησε νά αὐτονομηθεῖ ἀπό τόν Θεό. Νά βάλει τόν ἑαυτό του κέντρο τοῦ κόσμου ἀντί γιά τόν Θεό. Νά ζεῖ ἀνθρωποκεντρικά καί ὂχι θεοκεντρικά. Ἀντί νά ζεῖ ευχαριστιακά, νά ζεῖ αὐτόνομα καί ἐγωιστικά. Νά χρησιμοποιεῖ τά δῶρα τοῦ Θεοῦ, τόν ἑαυτό του καί τούς ἂλλους ανθρώπους μέ ἐγωϊστικό τρόπο, χωρίς νά τά ἀναφέρει στό Θεό, χωρίς νά εὐχαριστεί τόν Θεό.

Ὁ ἂνθρωπος μέ τήν ἁμαρτία του διέκοψε τή σχέση του μέ τόν Θεό καί ἒχασε τή χάρη Του. Αἰσθάνθηκεφόβο γιά τόν Θεό καί ντροπή γιά τή γύμνια του. Παρόλη τήν ἁμαρτία του, ὁ Θεός τόν ἐπισκέφθηκε, συνομίλησε μαζί του, προσπάθησε νά τόν φέρει σέ συναίσθηση, νά ἀναλάβει τίς εὐθύνες του. Ἀντί γι αὐτό ὁ Ἀδάμ κατηγόρησε ἐμμέσως τόν Θεό γιά τήν ἁμαρτία του λέγοντας: «ἡ γυναίκα πού μοῦ ἒδωσες μέ παρέσυρε». Αὐτή του ἡ ἀμετανοησία εἶχε ὡς συνέπεια τήν ἐκδίωξή του ἀπό τόν Παράδεισο. Τά πάντα ἂλλαξαν πρός τό χειρότερο. Τό λογικό του σκοτίστηκε, ἡ φύση ἒγινε ἐχθρική γι’ αὐτόν. Ἡ γῆ βλάστησε «ἀκάνθας καί τριβόλους», τά ζῶα ἀπειλοῦν νά τόν κατασπαράξουν. Οἱ σχέσεις του μέ τήν Εὒα καί τούς ἂλλους συνανθρώπους του ἒγιναν ἐχθρικές καί ἀνταγωνιστικές. Μπῆκε στή ζωή του τό κακό, τό γῆρας καί ὁ θάνατος. Ὃσο εἶχε κοινωνία μέ τόν Θεό, ἦταν προστατευμένος ἀπό τίς δαιμονικές δυνάμεις. Χάνοντας τή χάρη τοῦ Θεοῦ, γίνεται «παιχνίδι» στά χέρια τοῦ διαβόλου.

Ἒχοντας παύσει νά αἰσθάνεται τόν Θεό Πατέρα, παύει νά αἰσθάνεται τούς συνανθρώπους του ὡς ἀδελφούς. Δέν βλέπει πιά τή σύζυγό του καί τούς ἂλλους ἀνθρώπους ὡς δῶρα τοῦ Θεοῦ, τούς βλέπει ἀπό αδιάφορα ἓως ἀνταγωνιστικά. Ἀνάμεσα στόν ἑαυτό του καί στούς ἂλλους μπαίνει ὁ φόβος, ἡ καχυποψία, ὁ ἀνταγωνισμός. Ὁ ἂλλος ἂνθρωπος γίνεται ἀντικείμενο ἐκμετάλλευσης, σκεῦος ἡδονῆς, ἐχθρός καί ἀντίπαλος. Στή ζωή του μπαίνουν τά πάθη, ὁ ἐγωισμός, τό συμφέρον. Ἒτσι, τελικά ἡ ζωή χάνει τή δυνατότητα νά εἶναι κοινωνία ἀγάπης καί γίνεται κόλαση. Ὁ σύγχρονος ὑπαρξιστής, φιλόσοφος Jean-Paul Sartre ἒλεγε: «ὁ ἂλλος ἂνθρωπος εἶναι ἡ ἀπειλή τῆς ἐλευθερίας μας, εἶναι ἡ κόλασή μας». Ἐκεῖ ὁδηγεῖ ὁ ἐγωισμός καί ἡ ἂκρατη φιλαυτία. Ὃταν ἀδυνατεῖ νά δεῖ τόν συνάνθρωπο ὡς εἰκόνα Θεοῦ καί ὡς ἀδελφό, τόν βλέπει σάν ἀπειλή τῆς ἐλευθερίας του, σάν διεκδικητή τῆς τροφῆς του καί ἡ σχέση μαζί του γίνεται ἐχθρική. Τότε ἡ ζωή καταντᾶ κόλαση.

Ὁ αὐτονομημένος ἀπό τό Θεό ἂνθρωπος χάνει ἐπίσης τήν ἱκανότητα νά βλέπει τά ὑλικά πράγματα ὡς δῶρα τοῦ Θεοῦ καί νά τά χρησιμοποιεῖ σωστά. Ὁ κόσμος παύει νά θεωρεῖται ἱερός, ὡς δημιούργημα καί δῶρο τοῦ Θεοῦ στόν ἂνθρωπο, ἀπο-ιεροποιεῖται καί ὁ ἂνθρωπος παύει νά τόν χρησιμοποιεῖ σωστά, τόνκαταχρᾶται. Ἡ φύση πάλι ἀρνεῖται νά ὑπακούσει στόν ἂνθρωπο, πού ἒπαυσε νά ὑπακούει στό Θεό, καί ἐπαναστατεῖ ἐναντίον του. Μέ αὐτό τόν τρόπο διαταράσσεται ἡ ἁρμονία καί ἡ ἰσορροπία πού ὑπῆρχε μεταξύ ἀνθρώπου καί φύσης, πρίν ἁμαρτήσει ὁ ἂνθρωπος.

Ἀλλά καί ὁ ἂνθρωπος χάνει τήν ἐσωτερική του εἰρήνη καί ἰσορροπία. Ὁ ἂνθρωπος, στήν «πεπτωκυῖα του κατάσταση», δέν χωρίζεται μόνο ἀπό τόν Θεό, τή φύση καί τόν συνάνθρωπό του ἀλλά διχάζεται καί ἐσωτερικά. Παθαίνει ἓνα εἶδος σχιζοφρένειας, ὃταν πράττει αὐτό πού δέν θέλει ἢ αὐτό πού μισεῖ. Ὃπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, βλέπει μέσα του δύο νόμους νά συγκρούονται. Τόν νόμο τοῦ Πνεύματος καί τόν νόμο τῆς σάρκας. Αὐτός ὁ εσωτερικός διχασμός καί πόλεμος εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀποστασίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Θεό. Ὃταν παύσεις νά ζεῖς μέ τόν Θεό, νά τά συνδέεις ὃλα μέ τόν Θεό, ἀλλά θεωρεῖς κέντρο τοῦ κόσμου τό «ἐγώ» σου στή θέση τοῦ Θεοῦ, ὃλη ἡ ζωή ἀποδιοργανώνεται.

Ἒχοντας διακόψει τίς σχέσεις του μέ τό Θεό ὁ ἂνθρωπος παύει νά λειτουργεῖ ὡς βασιλεύς τῆς φύσεως, λειτουργός καί ἱερεύς τοῦ Θεοῦ. Βγαίνει ἀπό τήν κοινωνία ἀγάπης πού ζοῦσε στόν Παράδεισο μέ τόν Τριαδικό Θεό καί τούς ἀγγέλους καί ἀπομονώνεται στόν ἑαυτό του. Ζώντας τώρα μέσα στόν ἐγωισμό του καί στή μοναξιά του, χωρισμένος ἀπό τό Θεό-Πατέρα, τούς ἀγγέλους καί τούς συνανθρώπους του, παραδίδεται στό διάβολο καί στά ὂργανά του, στήν ἁμαρτία, στά πάθη καί στό θάνατο. Ἀρρωσταίνει βαρειά, σχεδόν νεκρώνεται. Ἀλλά μαζί του συμπαρασύρει στή φθορά καί τή φύση, τόν κτιστό κόσμο. Καί ἡ φύση «συστενάζει καί συνοδύνει» (Ρωμ. ἡ΄22) λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος περιγράφοντας τή ζοφερή κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου.



3. Ὁ Χριστός ἐπαναφέρει τόν ἂνθρωπο στήν εὐχαριστιακή ζωή

Ὁ ἂνθρωπος μέ τήν ἁμαρτία του ἐγκατέλειψε τόν Θεό. Ἀλλά ὁ Θεός ὡς στοργικός Πατέρας πού εἶναι δέν ἐγκατέλειψε τό πλάσμα Του. Ἡ Πατρική Του ἀγάπη, ἀσύγκριτα ἀνώτερη ἀπό κάθε ἀνθρώπινη πατρική ἢ μητρική ἀγάπη, δέν ἂντεχε νά βλέπει τό πλάσμα του νά κατατυραννεῖται ἀπό τίς δαιμονικές δυνάμεις καί προνόησε γι αὐτό. Ὃταν «ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου» δηλαδή στήν οὐσία ὃταν βρέθηκε ἀνθρώπινο πλάσμα τόσο καθαρό, τόσο ἃγιο, ὃσο ἡ Παναγία μητέρα τοῦ Κυρίου μας, ἡ Θεοτόκος Μαρία, ἀπέστειλε στόν κόσμο τόν μονογενή του Υἱό, τόν Χριστό, γιά νά βγάλει τόν ἂνθρωπο ἀπό τή «δαιμονική αἰχμαλωσία» στήν ὁποία εἶχε ὑποπέσει.

Ἡ ἀνθρωπότητα μετά τήν ἁμαρτία της καί τήν ἀποστασία της ἀπό τό Θεό, εἶχε περιπέσει σέ λήθη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστός ὑπῆρξε ὁ ἲδιος ἡ Αλήθεια, δηλαδή ἡ ἐπιστροφή στή γνώση τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἦλθε στόν κόσμο γιά νά βγάλει τόν ἂνθρωπο ἀπό τήν ἐγωκεντρική ζωή καί νά τόν ἐπανασυντάξει στήν εὐχαριστιακή καί θεοκεντρική ζωή. Νά τόν βγάλει ἀπό τή διάσπαση, τόν ἀτομικισμό, νά τόν ἐπαναφέρει στήν ἓνωση μέ τό Θεό, στήν ἀγάπη καί στήν ἀδελφότητα μέ τούς συνανθρώπους του. Νά τόν ξανακάνει βασιλέα τῆς κτίσης, ἱερέα τοῦ Θεοῦ καί λειτουργό μέσα στόν κόσμο. Νά τόν ἐλευθερώσει ἀπό τόν διάβολο, τά πάθη, τήν ἁμαρτία καί τό θάνατο. Νά τόν ζωοποιήσει, νά τόν ἀναστήσει, νά τόν κάνει κοινωνό θείας ζωῆς. Τέλος, νά ἀποκαταστήσει τήν ἑνότητα καί τήν κοινωνία Θεοῦ καί ἀνθρωπότητας.

Τό ἒργο αὐτό τό Χριστοῦ, χαρακτηρίζει ἡ Ἁγία Γραφή ὡς «Οἰκονομία» = Τακτοποίηση (ἀπό τίς λέξεις «οἶκον νέμω», δηλαδή τακτοποιῶ τό σπίτι). Ὁ ἂνθρωπος μέ τήν ἁμαρτία του κατέστρεψε καί ἀποδιοργάνωσε τό σπίτι τοῦ Θεοῦ, τό παρέδωσε στόν διάβολο. Καί ἐνῶ πρίν ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ κρατοῦσε τόν διάβολο ἐκτός, μέ τήν ἁμαρτία του ὁ ἂνθρωπος τόν ἒβαλε μέσα καί τόν ἒκανε ἀφεντικό. Ἒρχεται λοιπόν ὁ Χριστός, μπαίνει σέ αὐτό τό χαλασμένο πιά σπίτι τοῦ Θεοῦ, νά τό ξαναφτιάξει, νά τό ἀνακαινίσει, νά βγάλει τόν διάβολο ἀπό τή μέση, νά ξανακάνει τόν ἂνθρωπο κύριο στό σπίτι (δηλαδή στό σῶμα) πού τοῦ ἒδωσε ὁ Θεός. Νά τόν ξανακάνει βασιλέα (κύριο) καί ἱερέα. Νά λειτουργεῖ καί νά προσφέρει τά πάντα μέ εὐχαριστία καί δοξολογία στό Θεό.

Αὐτή λοιπόν ἡ ἐπανατακτοποίηση τοῦ σπιτιοῦ, ἡ ἀνασυγκρότησή του, εἶναι πραγματικά Οἰκονομία τοῦ Θεοῦ Λόγου. Λέγεται καί Ἀνακεφαλαίωση στήν Καινή Διαθήκη. Εἶναι ἐπαναφορά καί ἐπανένωση ὃλων μέ τό Θεό.

Πῶς ὃμως θά μποροῦσε νά βγάλει ἀπό τό σπίτι (δηλαδή τόν κόσμο καί τήν ἀνθρωπότητα) αὐτό πού τό ἐξουσίαζε, τόν διάβολο, αὐτόν πού ὁ ἂνθρωπος μέ τήν ἁμαρτία του εἶχε ἐγκαταστήσει ἐξουσιαστή, χωρίς νά ἒχει πάρει ἐντολή νά τόν ἐξουσιάσει; Γιά νά πείσει τόν ἂνθρωπο νά γίνει πάλι παιδί τοῦ Θεοῦ μέ τή θέλησή του, χωρίς νά τόν ἐξαναγκάσει, χωρίς νά παραβιάσει τήν ἐλεύθερη θέλησή του, ἒπρεπε νά τοῦ μιλήσει ὡς ἲσος πρός ἲσον, στή γλώσσα του. Γι αὐτό «ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατέβη» καί ἒγινε ἂνθρωπος. «ἐκένωσεν ἑαυτόν μορφὴν δούλου λαβών». Ὂντας τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἂφησε τή δόξα τῆς θεότητας καί περιεβλήθη τή φτώχεια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Αὐτό συνιστᾶ μιά ταπείνωση, μιά πτώχευση τοῦ Θεοῦ, ἓνα ἂδειασμα, μιά «κένωση» ὃπως λέγουν οἱ Πατέρες. Αὐτό συνιστᾶ τήν ὑπέρτατη θυσία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία κορυφώνεται ἐπάνω στό Σταυρό.

Ἐπάνω στό Σταυρό, ὁ Χριστός δίνει τήν τελική καί πιό ἀποφασιστική μάχη κατά τοῦ διαβόλου. Νικᾶ μέ τόν θάνατο καί τήν Ἀνάστασή Του τόν «τό κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοὐτέστιν τὸν διάβολον».

Δίνει τό αἷμα Του «λύτρον ἀντὶ πολλῶν» γιά νά ἐξαγοράσει τήν ἁμαρτία τῆς ἀνθρωπότητας. Ὃπως λέει ὁ ὑμνογράφος «ἐξηγόρασας ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου τῷ τιμίῳ σου Αἵματι. Τῷ Σταυρῷ προσηλωθείς καὶ τῇ λόγχῇ κεντηθείς, τὴν ἀθανασίαν ἐπήγασας ἀνθρώποις» Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Μέγας Ἀρχιερεύς, ἐκεῖνος πού στέκεται μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου, μεταξύ Κτίστου καί κτίσεως. Ἓνωσε τήν ἀνθρώπινη καί τή θεία φύση στό πρόσωπό Του, ἀλλά καί τή θεότητα μέ τήν ἀνθρωπότητα: «ἥπλωσε τὰς παλάμας (ἐννοεῖται πάνω στό Σταυρό) καὶ ἥνωσε τὰ τὸ πρὶν διεστῶτα» (δηλαδή ἓνωσε τήν θεότητα μέ τήν ἀνθρωπότητα).

Τώρα πιά ὁ ἂνθρωπος ἑνωμένος μέ τό Θεό μπορεῖ νά πεῖ ἓνα «εὐχαριστῶ» στόν Θεό, γιά ὃλα του τά δῶρα. Καί λέγοντας «εὐχαριστῶ» στό Θεό, μπορεῖ νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό, νά παύσει νά ζεῖ ἐγωιστικά καί νά ἀρχίσει νά ζεῖ τήν εὐχαριστιακή ζωή. Μπορεῖ νά αἰσθανθεῖ τόν Θεό ὡς Πατέρα καί τούς ἂλλους ἀνθρώπους ὡς ἀδελφούς. Μπορεῖ νά ἀντικρύζει ὃλη τήν κτίση ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ. Καί γιά ὃλα νά ἀπευθύνει εὐχαριστία στό Θεό.

4. Ἡ εὐχαριστιακή ζωή πραγματώνεται μέσα στήν Ἐκκλησία

Μέσα στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία, ζοῦμε «ἐν Χριστῷ» καί διά τοῦ Χριστοῦ τή ζωή τοῦδεύτερου Ἀδάμ, τοῦ Χριστοῦ, τήν εὐχαριστιακή ζωή. Ὁ Χριστός μέ τήν ὑπακοή Του στό θέλημα τοῦ Οὐράνιου Πατέρα, τήν ὑπακοή Του μέχρι θανάτου, «θανάτου δὲ Σταυροῦ», διόρθωσε τό λάθος τοῦ πρώτου Ἀδάμ, τήν ἀνυπακοή του. Στήν Ἐκκλησία ὁ Χριστός θυσιάζεται γιά ὃλους τούς ἀνθρώπους. Ἒτσι, μαθαίνουμε νά θυσιαζόμαστε καί ἐμεῖς γιά τούς συνανθρώπους μας.

Στή θεία Λειτουργία, ὁ Χριστός προσφέρεται στόν Θεό Πατέρα, προσφέρεται καί σέ ἐμᾶς: «Λάβετε, φάγετε, τοῦτό μού ἐστι τὸ Σῶμα…Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτό ἐστι τὸ Αἷμα μου…». Στήν Θεία Λειτουργία ἀποκαλύπτεται ὃτι τό ἦθος τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἐξουσιαστικό καί ἀτομιστικό ἀλλάθυσιαστικό. Δέν προσπαθεῖ ὁ Χριστός νά ἐξασφαλίσει τό δικό του συμφέρον, ἀλλά τό δικό μας. Τό ἦθος του εἶναι ἦθος ἀγάπης, προσφορᾶς καί θυσίας.

Ὃλη ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἓνα μάθημα ἀγάπης καί θυσίας σέ ὃλη τήν ἀνθρωπότητα καί γιά ὃλους τούς αἰῶνες. Μαθαίνει καί σέ ἐμᾶς νά προσφερόμαστε, νά θυσιαζόμαστε καί νά ταπεινωνόμαστε.

5. Ἡ θεία Ευχαριστία Κέντρο τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς.


Ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι τό κεντρικό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ κεντρική πράξη λατρείας. Στή θεία Εὐχαριστία, εὐχαριστοῦμε τό Θεό Πατέρα γιά ὃλα τά δῶρα τῆς ἀγάπης Του. Τό μεγαλύτερο δῶρο Του εἶναι ὁ ἲδιος ὁ Χριστός. Στό κεντρικό σημεῖο τῆς «Λειτουργίας τῶν Πιστῶν» στήν Ἁγία Ἀναφορά, ὁ ἱερεύς προτρέπει τό λαό «Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ» καί ὁ λαός ἀπαντᾶ: «Ἄξιον καὶ δίκαιον». Ἐάν ὁ λαός δέν ἀπαντήσει «ἂξιον καί δίκαιον», δηλαδή ἂν δέν συμφωνήσει νά συμμετάσχει στήν εὐχαριστία πρός τόν Θεό, ὁ ἱερεύς δέν μπορεῖ νά συνεχίσει τή Θεία Λειτουργία.

Μέσα στή Θεία Λειτουργία δια τῶν χειρῶν τοῦ λειτουργοῦ (ἱερέως ἢ ἐπισκόπου) προσφέρουμε στόν Θεό μέ τόν Ἂρτο καί τόν Οἶνο εὐχαριστία γιά ὃλα του τά δῶρα. Μέ αὐτόν τόν τρόπο, κάνουμε τό ἀντίθετο ἀπό ἐκεῖνο πού ἒκανε ὁ Ἀδάμ, ὃταν ἁμάρτησε καί ἒπαυσε νά εὐχαριστεῖ τό Θεό. Ὃλο τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, εὐχαριστοῦμε τόν Θεό «ὑπέρ πάντων ὧν ἲσμεν καὶ ὧν οὐκ ἴσμεν, τῶν φανερῶν καὶ ἀφανῶν εὐεργεσιῶν τῶν εἰς ἡμᾶς γεγενημένων», γιά ὃλα τά δῶρα Του καί γιά ὃλες τίς εὐεργεσίες Του πού γνωρίζουμε καί πού δέν γνωρίζουμε. Γιά τό ὃτι μᾶς ἒφερε ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὓπαρξη: «Σὺ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς παρήγαγες». Ἀλλά, καί ὃταν ἁμαρτήσαμε, μᾶς ἐπανέφερες στό σωστό δρόμο «καὶ παραπεσόντας ἀνέστησας πάλιν», μέχρις ὃτου μᾶς ἀνέβασες μέχρι τόν Οὐρανό καί μᾶς χάρισες τήν αἰώνια Βασιλεία Σου: «ἓως ἡμᾶς εἰς τὸν οὐρανόν ἀνήγαγες καὶ τὴν βασιλείαν σου ἐχαρίσω τὴν μέλλουσαν».

Εὐχαριστώντας τόν Θεό γιά τά ἂπειρα δῶρα Του, θέλουμε νά τοῦ ἀντιπροσφέρουμε ὃλη τή ζωή μας. Μέ τήν ἐκφώνηση τοῦ ἱερέως «τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν» παίρνουμε ἀπ’ αὐτά πού μας δίνει ὁ Θεός καί τοῦ τά ἀντιπροσφέρουμε . Δέν φθάνει νά δώσουμε στόν Θεό ἓνα μέρος τῆς ζωῆς μας. Μέσα στό ψωμί καί στό κρασί τῆς Θείας Εὐχαριστίας εἶναι ὃλη ἡ ζωή μας. Τό ψωμί καί τό κρασί πού προσφέρεται στόν Θεό, συμβολίζει ὃλη τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου· διότι γιά νά γίνει τό ψωμί ἒχει κόπο. Πρέπει πρῶτα νά ὀργώσουμε τόν ἀγρό, νά σπείρουμε, νά θερίσουμε, νά ἀλέσουμε, νά ζυμώσουμε, νά ψήσουμε τό ψωμί. Τό ἲδιο καί γιά νά γίνει τό κρασί. Μπαίνει λοιπόν μέσα στό ψωμί καί στό κρασί ὃλη ἡ ζωή μας, ὁ κόπος μας, ἡ ἐργασία μας. Ὁ κόπος τοῦ γεωργοῦ πού ἀντιπροσωπεύει ὃλους μας. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει: «εἷς ἄρτος, ἓν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμέν» (Α΄Κορινθ. ι΄17). Ἓνα ψωμί δέν γίνεται ἀπό ἓνα σπόρο, ἀλλά ἀπό πολλούς. Πολλοί σπόροι, πολλοί Χριστιανοί. Μέσα στόν ἃγιον Ἂρτο εἲμαστε ὃλοι μας καί ὃλη ἡ ζωή μας.

Στή συνέχεια, ὁ ἱερεύς ἐκφωνεῖ: «σοὶ προσφέρομεν κατά πάντα καὶ διὰ πάντα». Τήν στιγμή αὐτή ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ἒχει ὑψωθεῖ καί εὑρίσκεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Προσφέρει τά δῶρα καί προσφέρεται στό Θεό: «κατά πάντα», δηλαδή γιά ὃλα τά χρόνια τῆς ζωῆς μας, καί «διά πάντα», δηλαδή γιά ὃλα ὃσα μᾶς ἒχει δώσει. Ὁ Θεός θέλει αὐτήν τήν προσφορά μας, τό δόσιμο ὃλου τοῦ εἶναι μας, τήν ἓνωσή μας μέ Αὐτόν.

Καί ἐκεῖνος τί κάνει; Ἐμεῖς τοῦ δίνουμε τόν δικό μας γήινο κόσμο, τόν φτωχό, τόν ἂρρωστο, τόν ἁμαρτωλό. Αὐτό πού ἒχουμε καί αὐτό πού εἲμαστε. Καί αὐτός μᾶς δίνει τόν δικό του κόσμο, γεμάτο ὑγεία καί ἁγιότητα. Μᾶς δίνει τόν ἑαυτό Του. Τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Υἱοῦ Του, τήν ζωή Του. Ἀλλά καί τό «θαῦμα τῶν θαυμάτων», τή Θεία Λειτουργία καί τήν Ἐκκλησία, τό νοσοκομεῖο τῶν «κακῶς πασχόντων» καί τό γυμναστήριο τῶν Ἁγίων.

Ὃταν πάρουμε τό δῶρο τοῦ Θεοῦ καί τό κάνουμε δικό μας, ὃταν κοινωνήσουμε τό «Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ», ἡ ζωή τοῦ Θεοῦ γίνεται δική μας. Τότε τί εὐλογία! Δέν εἲμαστε πιά τό φτωχό, τό ἀνθρώπινο, τό πεπερασμένο, ἀλλά ὑψωνόμαστε στό θεανθρώπινο. Αὐτός ὁ φτωχός καί ἁμαρτωλός ἂνθρωπος γίνεταιΘεός κατά χάριν. Τί μεγαλύτερη δόξα γιά τόν φθαρτό ἂνθρωπο!

Τώρα μποροῦμε νά δεχθοῦμε τά δῶρα τοῦ Θεοῦ καί τόν εὐχαριστοῦμε γι αὐτά. Ἀλλά ποιά εἶναι αὐτά τά δῶρα; Πρωτίστως, ὁ ἲδιος ὁ Χριστός. Τό Σῶμα Του καί τό Αἷμα Του. Εἶναι ἡ Παναγία μας καί οἱ Ἃγιοι τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι οἱ συνάνθρωποί μας. Κάθε ἂνθρωπος γίνεται δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ὁ σύζυγος ἢ ἡ σύζυγός μας. Τά παιδιά μας, οἱ γονεῖς μας, οἱ φίλοι μας. Ὃλους τούς συνανθρώπους μας πρέπει νά τούς βλέπουμε ὡς δῶρα τοῦ Θεοῦ. Πόσο ἀλλάζει ἡ ζωή μας ὃταν βλέπουμε τούς συνανθρώπους μας ἀγαπητικά.! Ὃταν ἀγαποῦμε χωροῦμε καί συν-χωροῦμε τούς ἂλλους! Ἒτσι, μποροῦμε νά ὑπομένουμε τίς ἰδιοτροπίες τους, νά κατανοοῦμε τίς πτώσεις τους, νά εἲμαστε ἐπιεικεῖς ἀπέναντί τους. Νά τούς σεβόμαστε ὡς «εἰκόνες Θεοῦ»!

Στήν Ἐκκλησία παύω νά ὑπάρχω ἐγώ, γινόμαστε ἐμεῖς. Παύω νά λέω τό «μου» καί λέω τό «μας». Ὁ Ἃγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει ὃτι αὐτός ὁ ψυχρός λόγος «τό δικό μου» καί «τό δικό σου», εἰσάγει ὃλα τά δεινά στή ζωή μας. Στά ὀρθόδοξα μοναστήρια συνεχίζεται ὁ κοινοβιακός τρόπος ζωῆς τῶν πρώτων χριστιανῶν. Ὃλα εἶναι κοινά, ὃλα ἀνήκουν στό Θεό καί στήν Ἐκκλησία καί ὃλοι μετέχουν σέ αὐτά. Καί δέν μετέχουν μόνο οἱ Μοναχοί τοῦ μοναστηριοῦ, ἀλλά καί ὁ κόσμος πού τά ἐπισκέπτεται. Θά φάει καί θά πιεῖ σέ κοινή τράπεζα, θά ἐκκλησιαστεῖ καί θά κοιμηθεῖ. Θά ἀναπαυθεῖ, θά ἐξομολογηθεῖ καί θά κοινωνήσει ἀπό τό κοινό ποτήριο. Θά ζήσει εὐχαριστιακά καί κοινοβιακά. Μέσα στήν Ἐκκλησιαστική κοινωνία σώζεται κανείς μαζί μέ τούς ἂλλους ἀδελφούς καί νικᾶ τή μοναξιά καί τήν ἀπομόνωση.



6. Ὁ εὐχαριστιακός τρόπος ζωῆς μᾶς ἑνώνει μέ τόν Θεό

Ὃταν ὁ ἂνθρωπος δεῖ τόν κόσμο ὡς δῶρο Θεοῦ, πολλά πράγματα στή ζωή του μποροῦν νά ἀλλάξουν. Οὒτε μπορεῖ νά τόν χρησιμοποιεῖ ὡς ἀποκλειστικό του κτῆμα καί νά τόν καταχρᾶται, προσπαθώντας νά ἀντλήσει τό μέγιστο ὂφελος ἀπό τή χρήση του, οὒτε νά τόν περιφρονεῖ ὡς πηγή τοῦ κακοῦ, ὃπως ἒκαναν οἱ Μανιχαῖοι. Δικαιοῦται νά κάνει καλή χρήση, μέ ταυτόχρονη εὐχαριστία.

Ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ θέματος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει: «Πᾶν κτῖσμα Θεοῦ καλὸν καὶ οὐδὲν ἀπόβλητον μετὰ εὐχαριστίας λαμβανόμενον» (Α΄Τιμ. δ΄4). Ὃ,τι ἒδωσε καί δίνει ὁ Θεός εἶναι καλό καί μπορεῖ ὁ ἂνθρωπος νά τό χρησιμοποιεῖ, ἀρκεῖ νά τό λαμβάνει μέ εὐχαριστία. Κάθε τι λαμβανόμενο μέ εὐχαριστία μᾶς ἀνάγει στόν Θεό, ἀρκεῖ νά ἒχει κανείς πνευματικά αἰσθητήρια, νά τό αἰσθανθεῖ καί νά μήν θεωρεῖ αὐτονόητο ὃτι τοῦ ἀνήκει. Τά παραπάνω ἐλέχθησαν ἀπό τόν Παῦλο, ἀφοῦ προηγουμένως προέβλεψε ὃτι σέ ὓστερους καιρούς θά ὑπάρχουν ψευδοδιδάσκαλοι καί ψευδοπροφῆτες, πού θά ἐμποδίζουν τούς ἀνθρώπους νά παντρεύονται καί νά τρώγουν ὁρισμένες τροφές (πχ κρέας). Τό κακό ἑπομένως, δέν βρίσκεται στίς τροφές ἢ στόν γάμο ἀλλά στόν μή εὐχαριστιακό τρόπο χρήσεώς τους.

Στήν Ἐκκλησία μαθαίνουμε νά λέμε «Δόξα τῷ Θεῷ» κάνοντας μικρά καί ἀσήμαντα πράγματα. Κάνουμε ἒτσι εὐχαριστιακή χρήση τοῦ κόσμου πού μᾶς συνδέει μέ τό Θεό. Μποροῦμε γιά παράδειγμα νά πιοῦμε νερό ἐγωιστικά, χωρίς νά θυμηθοῦμε τόν Θεό καί χωρίς νά ποῦμε «Δόξα τῷ Θεῷ». Χάνουμε ἒτσι τήν εὐκαιρία, μέσω τῆς εὐχαριστιακής χρήσεως τοῦ νεροῦ πού πίνουμε, νά ἀναφερθοῦμε στόν Θεό, νά τόν εὐχαριστήσουμε καί νά ἑνωθοῦμε μαζί Του. Λέγοντας «Δόξα τῷ Θεῷ», γιά τό δῶρο τοῦ Θεοῦ πού ἀπολαμβάνουμε, βάζουμε τό Θεό στή ζωή μας.

Πράγματι, ζώντας εὐχαριστιακά, βάζουμε στό κέντρο τῆς ζωῆς μας τόν Θεό. Ὃ,τι κάνουμε τό συνδέουμε μέ τόν Θεό. Ξαναγινόμαστε πάλι μέσα στόν κόσμο ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ, ὃπως ἀρχικά Ἐκεῖνος μᾶς ἒπλασε. Διότι, κάθε χριστιανός πού προσφέρει λατρεία καί δοξολογία στό Θεό, γίνεται κατά κάποιον τρόπο ἱερεύς, ἀφοῦ ἀντιπροσφέρει στό Θεό μέ εὐχαριστία κάποια ἀπό τά δῶρα Του. Ξαναβρίσκει τήν ἑνότητα τοῦ κόσμου στόν Θεό. Αἳρεται ἡ διάσπαση. Ὃλα λειτουργοῦν σέ μιά ὀργανική ἑνότητα, ὃταν ὁ ἂνθρωπος τοποθετήσει στό κέντρο τοῦ κόσμου τόν Θεό καί τά ἀναγάγει ὃλα σέ αὐτόν. Τέλος, βρίσκει καί ὁ ἲδιος τήν ἐσωτερική του ἑνότητα. Παύει νά εἶναι ἐσωτερικά διχασμένος.

Ὃταν προσφέρουμε καί ἀναφέρουμε τά πάντα στόν Θεό, ἡ ζωή μας παίρνει ἂλλο νόημα. Ὃταν ἡ ἐργασία μας δέν προσφέρεται σ’ Αὐτόν, καταντᾶ βάρος, δουλεία, κατάρα, ἂγχος. Ὃταν τήν προσφέρουμε στόν Δημιουργό, μᾶς συνδέει μαζι Του καί ἀποκτᾶ οὐσιαστική σημασία. Τό ἲδιο συμβαίνει καί μέ τήν οἰκογένεια, τόν γάμο. Ὁ γάμος ἒξω ἀπό τήν Ἐκκλησία εἶναι μιά βιολογική καί κοινωνική ἓνωση. Μέ τόν Θεό καί μέσα στήν Ἐκκλησία γίνεται κοινός ἀγώνας τῶν συζύγων γιά τήν κατάκτηση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἀποκτᾶ καί ἐσχατολογικές προεκτάσεις.

Ἀκόμα, πόσο διαφορετικά ἀντιμετωπίζουμε τά παιδιά μας, ὃταν τά δοῦμε ὡς δῶρα τοῦ Θεοῦ! Ἀντίθετα, πῶς τά ἀντιμετωπίζουμε, ὃταν τά δοῦμε ὡς δική μας ἰδιοκτησία!

Τέλος, πόσο διαφορετικά θά ἀντιμετωπίσουμε τίς δοκιμασίες τῆς ζωῆς, ὃταν τίς δεχόμαστε ὡς δῶρα τῆς παιδαγωγούσας ἀγάπης τοῦ Θεοῦ! Τότε, ὁ πόνος μπορεῖ νά ἁγιάσει καί νά ἐξαγνίσει τόν ἂνθρωπο. Εἶναι ἡ ἐπίσκεψη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἀντίθετα, μπορεῖ νά ἀντιμετωπισθεῖ σάν κατάρα ἢ τιμωρία.

7. Τά ἀδιέξοδα τοῦ μή «εὐχαριστιακοῦ» πολιτισμοῦ

Τό λάθος τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου εἶναι τό ἲδιο μέ τό λάθος τοῦ Ἀδάμ. Θέλει νά κτίσει ἓνα κόσμο πού νά μήν ἒχει κέντρο τόν Θεό, ἀλλά τό «Ἐγώ» του. Ἒτσι, φτιάχνει ἓνα πολιτισμό ἐγωϊστικό, ἓνα πολιτισμό φιλαυτίας. Καί ἓνας πολιτισμός φιλαυτίας εἶναι πολιτισμός ἀκοινωνησίας. Οἱ ἂνθρωποι δέν μποροῦν νά κοινωνήσουν μεταξύ τους, νά αἰσθανθοῦν ὁ ἓνας τόν ἂλλον οἰκεῖο καί ἀδελφό, νά αἰσθανθοῦν τήν ἀσφάλεια τῆς ἀλληλεγγύης καί τῆς ἀλληλοπεριχώρησης. Homo homini lupus= ὁ ἂνθρωπος γιά τόν ἂνθρωπο λύκος. Οἱ πιό νέοι καί οἱ πιό εὐαίσθητοι καί αὐτοί πού λόγω οἰκογενειακοῦ καί κοινωνικοῦ περιβάλλοντος ἒχουν χάσει τό ὃραμα ζωῆς μέ ἀξίες καί ἰδανικά, ἀσφυκτιοῦν καί καταφεύγουν πολλές φορές στά ναρκωτικά, στήν ἀναρχία, ἢ καί σέ ἂλλες ἀντικοινωνικές ἐκδηλώσεις.

Αὐτός ὁ πολιτισμός τῆς φιλαυτίας, πού εἶναι καί πολιτισμός τῆς ἣσσονος προσπάθειας καί τῆς εὒκολης καλοπέρασης (σύνθημα τῆς Ἀμερικάνικης κοινωνίας, ἀλλά ὂχι μόνο εἶναι τό: to have a nice time= νά περνᾶμε καλά), ἐξοβελίζει τόν Θεό ἀπό τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου καί φέρνει πάλι τόν ἂνθρωπο κάτω ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου. Δυστυχῶς, αὐτός ὁ τρόπος ζωῆς, ὁ ἐγωιστικός, ὁ αὐτόνομος καί μή εὐχαριστιακός τείνει νά μᾶς ἐπιβληθεῖ μέ τά μέσα μαζικῆς ἐπικοινωνίας. Πρέπει ἑπομένως νά συνειδητοποιήσουμε γρήγορα πρός τά ποῦ μᾶς ὁδηγεῖ καί νά ἀντιδράσουμε ὃσο εἶναι καιρός.

Ὁρισμένοι ἡγέτες ἒχουν καλές προθέσεις καί προσπαθοῦν νά διορθώσουν κάποια πράγματα. Αὐτό εἶναι ἐπαινετό. Ἀλλά δέν θά μπορέσουν νά ἐπιτύχουν τίποτα χωρίς Χριστό· διότι δέν ἒχει χάρη Θεοῦ ὃ,τι δέν εἶναι συνδεδεμένο μέ Αὐτόν. Ἒχει μέσα του τό θάνατο καί δέν βοηθᾶ τόν ἂνθρωπο νά ἑνωθεῖ μέ τό Θεό. Ἂς ἀναφέρουμε δύο παραδείγματα:

Πρῶτον: ὁ γάμος, ἂν γίνει «ἐν Χριστῷ» καί «ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ», εἶναι ἓνας δρόμος πού φέρνει τούς δύο ἀνθρώπους στόν Θεό. Μέ τόν ἀγώνα πού τούς διδάσκει ἡ «Ἀσκητική τῆς Ἐκκλησίας», τήν ταπείνωση, τήν προσφορά, τή θυσία τοῦ Ἐγώ, τήν προσευχή καί τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, τή νέκρωση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου καί τή δημιουργία τοῦ νέου «ἐν Χριστῷ» ἀνακαινισθέντος, ὁ γάμος τους γίνεταιδρόμος ἁγιασμοῦ καί σωτηρίας γι’ αὐτούς καί γιά τά παιδιά τους. Ἀντίθετα, ἒξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, μέ κέντρο ὂχι τό Θεstrongό ἀλλά τό Ἐγώ τους ὁ γάμ/spanος (πολιτικός ἢ ἐλεύθερη συμβίωση) δέν σώζει καί δέν ἁγιάζει τούς συζύγους. Τελικά, τούς ἀπομακρύνει ἀπό τόν Θεό.

Δεύτερον: ἡ παιδεία, συνδεδεμένη μέ τόν Θεό, εἶναι μεγάλο δῶρο. «Γράμματα, σπουδάγματα, τοῦ Θεοῦ τά πράγματα», ἒλεγαν οἱ πρόγονοί μας γιά τό κρυφό Σχολειό κατά τή διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας. Καλλιεργεῖ καί ἐξυψώνει τόν ἂνθρωπο, τόν κάνει «χρηστό πολίτη», ὑγιές μέλος τῆς κοινωνίας. Ἀντίθετα, τά «ἂθεα γράμματα» συνιστοῦν ἓνα κίνδυνο. Δημιουργοῦν ἒξυπνους καί πανούργους ἐγκληματίες. Ἐδῶ, ταιριάζει τό «ἐπιστήμη χωριζόμενη ἀρετῆς, πανουργία οὐ σοφία φαίνεται» (βλ. Μενέξενος τοῦ Πλάτωνος).

Σέ ὃσους δέν εἶναι κακῆς προαιρέσεως, ἀλλά δέν μποροῦν νά δοῦν βαθύτερα τά πράγματα καί προσπαθοῦν νά φτιάξουν ἓνα κόσμο καλύτερο χωρίς Θεό, ἐμεῖς πρέπει νά ἀντιτάξουμε τήν ἂρνησή μας προβάλλοντας συγχρόνως τή δική μας ὀρθόδοξη παράδοση.

8. Ἡ παράδοση τοῦ λαοῦ μας εἶναι δοκιμασμένος τρόπος ἀληθινῆς θεοκεντρικῆς ζωῆς

Ἡ γνήσια Ὀρθόδοξη Παράδοση τοῦ λαοῦ μας, συνιστᾶ μιά δοκιμασμένη θεοκεντρική καί εὐχαριστιακή ζωή. Καί δέν εἶναι μόνο ἡ ζωή τῶν ἂμεσων προγόνων μας, ἀλλά καί ἡ ζωή τῶν δοξασμένων ἀγωνιστῶν τοῦ 1821 πού θυσιάστηκαν «γιά τοῦ Χριστοῦ τήν πίστη τήν ἁγία καί τῆς πατρίδος τήν ἐλευθερία». Ἡ πίστη τοῦ Κολοκοτρώνη, τοῦ Μακρυγιάννη, τοῦ Ἀθανασίου Διάκου, τοῦ Πατροκοσμᾶ, πού κράτησε ὂρθιο τό γένος καί ἀντιστάθηκε στόν ἐκτουρκισμό. Δέν ἒχουμε ἠθικό δικαίωμα νά ἀπαρνηθοῦμε τέτοια μοναδική παράδοση.

Οἱ σύγχρονοι γενίτσαροι πού θέλουν τόν χωρισμό Ἐκκλησίας καί Κράτους στήν Ἑλλάδα, προσπαθοῦν νά ξεριζώσουν τόν Xριστό ἀπό τίς καρδιές τῶν Ἑλλήνων. Θέλουν ἓνα πολιτισμό φιλαυτίας πού δέν λυτρώνει τόν ἂνθρωπο, ἀλλά τόν καταπιέζει, ἢ τόν ἀφήνει ἓρμαιο ὃλων τῶν ἂθεων ρευμάτων καί ἰδεολογιῶν. Ἀντίθετα, ἡ Ἐκκλησία μέ τό θεοκεντρικό πολιτισμό της ἀγκαλιάζει ὃλες τίς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς καί τίς ἁγιάζει. Ἐλευθερώνει τούς ἀνθρώπους, τούς ἐξημερώνει καί τούς ἐξαγιάζει. Γι’ αὐτό τό Ἑλληνικό Ἒθνος ἒχει ἀπόλυτη ἀνάγκη τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία του γιά νά ζήσει καί νά μεγαλουργήσει. Διαφορετικά, θά χάσει τήν ἰδιοπροσωπεία του, θά ἀφομοιωθεῖ καί θά ἐξαφανισθεῖ ἀπό τήν Ἱστορία.

9. Ἀγώνας κατά τῆς Ἀπο-Χριστοποιήσεως καί τῆς Ἐκκοσμικεύσεως

Ἒχοντας συνειδητοποιήσει τήν προσπάθεια τῶν ἀντίθετων δυνάμεων, νά χωρίσουν τόν κόσμο ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τήν Ἐκκλησία, πρέπει νά ἀντιταχθοῦμε σθεναρά μέ τόν καθημερινό πνευματικό μας ἀγώνα. Γιά νά ποῦμε ἐνσυνείδητα «ὂχι» στήν ἀπο-χριστοποίηση καί στήν ἐκκοσμίκευση τοῦ κόσμου καί τοῦ ἒθνους μας, πρέπει νά παύσουμε νά ζοῦμε ἐγωκεντρικά. Νά μάθουμε νά ζοῦμε εὐχαριστιακά γιά τόν Θεό, ἀσκητικά γιά ἐμᾶς τούς ἲδιους καί ἀγαπητικά-θυσιαστικά γιά τούς συνανθρώπους μας.

Λέμε «ὂχι» μέ τήν οὐσιαστική συμμετοχή μας στή Θεία Λειτουργία. Ὃταν ἡ ζωή μας μετά τήν Θεία Λειτουργία εἶναι ζωή ἀγάπης, προσφορᾶς, θυσίας, δικαιοσύνης, σεβασμοῦ τῆς ἐλευθερίας τῶν ἂλλων ἀνθρώπων. Λέμε « ὂχι» στήν προσπάθεια δημιουργίας ἑνός ἐγωιστικοῦ πολιτισμοῦ μέ τήν συνεχήπροσευχή μας. Μέ τή θαρραλέα ὁμολογία τῆς ὑγιοῦς πίστεως, ὃταν ἀμφισβητοῦνται οἱ βάσεις καί τά θεμέλια τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.

Ὁ Ἃγιος Ἰσαπόστολος καί μάρτυς Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, πού ἒσωσε τό Ἑλληνικό Ἒθνος ἀπό τόν ἐξισλαμισμό, ζοῦσε εὐχαριστιακά καί Χριστοκεντρικά καί ἒτσι δίδαξε καί θυσιάστηκε γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Σέ μιά ἀπό τίς περίφημες διδαχές του προτρέπει τούς ἀνθρώπους νά ἀγαποῦν τό Θεό καί νά τόν εὐχαριστοῦν καθημερινά γιά ὃλα του τά δῶρα ὑλικἀ καί πνευματικά. Κυρίως, γιά τήν ἂπειρη εὐσπλαχνία Του νά μᾶς περιμένει νά μετανοήσουμε, νά ἐξομολογηθοῦμε, νά διορθωθοῦμε. Γιά νά μᾶς ἀγκαλιάσει, νά μᾶς φιλήσει, νά μᾶς δεχθεῖ ξανά σάν παιδιά Του, νά μᾶς βάλει στόν Παράδεισο, νά χαιρόμαστε πάντοτε. Καί καταλήγει: «Τέτοιον γλυκύτατον Θεόν, τέτοιον γλυκύτατον αὐθέντην καί δεσπότην, δέν πρέπει ἐμεῖς νά τόν ἀγαποῦμε, καί ἂν τύχει ἀνάγκη, νά χύσουμε καί τό αἷμα μας χιλιάδες φορές γιά τήν ἀγάπη Του, καθώς τό ἒχυσε καίἘκεῖνος διά τήν ἀγάπην μας;»

Ἰωαννίδη Θεοφίλου
Φιλολόγου-Θεολόγου


http://agapienxristou.blogspot.ca/2014/12/blog-post_26.html

Πως ο Άγιος Νεκτάριος βίωσε με όλη του την ύπαρξη την Ορθοδοξία μας



Πραγματικά ο Άγιος Νεκτάριος εβίωσε σε όλα και με όλα τα μέρη της υπάρξεώς του την Ορθοδοξία μας ,την οποία και ερμήνευσε και εξέφρασε προσωπικά και δυναμικά στο καθολικό πλήρωμα των Ορθοδόξων αδελφών και γενικότερα στην Οικουμένη.

Είναι τόσο πλούσια η προσωπικότητά του , τόσο βαθειά , τόσο μεγαλειώδης, συνδυασμένη με θεϊκή πραγματικά απλότητα , που θα 'πρεπε ο φτωχός δικός μας ανθρώπινος λόγος να αργήσει. Και μάλιστα λόγος που προέρχεται από χείλη αδέξια, ισχνόφωνα και κακόηχα σαν τα δικά μου. Συγχωρήστε μου λοιπόν την θρασύτητα και επιτρέψτε μου να χρησιμοποιήσω τον συμβατικό λόγο για ωφέλεια όλων μας και για την κατά δύναμιν τιμή προς τον Άγιο του αιώνα μας.
Θεμέλιο σ'αυτήν την προσλαλιά ας είναι το παρακάτω υπαρκτό περιστατικό από τη ζωή του Αγίου.

Μετά από κάποιες περιπέτειες που μεθόδευσε στη ζωή του ο μισόκαλλος, βρίσκεται ο Άγιος ,σαν ιεροκήρυκας Χαλκίδος ,επίσκοπος όντας, στο μικρό νησί της Σκιάθου, για να λειτουργήσει και να κηρύξει. Φιλοξενείται από βραδύς σ'ένα απλό δωματιάκι του νησιού. Περνάνε οι ώρες της νύχτας και το φως του δωματίου του δεν σβήνει. Κάποιοι περίεργοι βρίσκουν τον τρόπο να κρυφοκοιτάξουν. Βλέπουν τον Άγιο Επίσκοπο να κάνει εδαφιαίες μετάνοιες και κάτι να ψελίζει. Το φως έσβησε , όταν ξεκίνησε για την πρωϊνή ακολουθία και την Θεία Λειτουργία.
Το γεγονός αυτό αδελφοί ,λέει πάρα πολλά. Βάση στη ζωή του ο Άγιος από τα νεανικά του χρόνια είχε αυτό που όλοι οι πατέρες και άγιοι είχαν ,τη νηπτική εργασία , την προσεκτική φροντίδα του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου, της αθανάτου και θεοεικέλου ψυχής. Μολονότι επίσκοπος , πεπειραμένος στα πνευματικά , κάποιας ηλικίας ,όμως δεν αντικαθιστά με τίποτα την αγαπημένη του πνευματική εργασία για την προσωπική του ένωση με τον εν Τριάδι Θεό. Δόξα τώ εν Τριάδι Θεώ για τέτοιους ανθρώπους που αναδεικνύει σε όλες τις εποχές και τους έχει μαζί ίσως και με άλλους αφανεστέρους , δείγματα της Ορθοδόξου πνευματικότητος , που αληθινά όζει (μυρίζει) αγάπη Χριστού.

Ο Άγ. Νεκτάριος γεννήθηκε την 1η Οκτωβρίου του 1846 στη Συληβρία της Θράκης. Σάν παιδί και σά νέος ήταν πολύ φιλομαθής και ιδιαίτερα όπως οι Τρείς Ιεράρχες , αγάπησε την αρχαία ελληνική γλώσσα και τα Πατερικά κείμενα. Το βιβλίο που ο ίδιος εξέδωσε «Λογίων θησαύρισμα» είναι ακριβές απόσταγμα των Πατερικών Μελετών στις οποίες από μικρός αφιερωνόταν. Απ'αυτό το ανθολόγιο των πολυτίμων μελετών του φαίνεται η νηπτική εργασία και η δυνατή έφεση που είχε στα βάθη του για τον Θεό και η δίψα του για την τελειότητα της εν Χριστώ ζωής.

Από πολύ νωρίς συγκεκριμενοποίησε τον ουράνιο πόθο του και τον ταύτισε με τη μοναχική ζωή. Το 1876 εκάρη μοναχός στη Νέα Μονή της Χίου με το όνομα Λάζαρος από Αναστάσιος Κεφαλάς. Από τα στοιχεία της Ιεράς Μονής φαίνεται καθαρά ότι έμεινε τρία χρόνια πραγματικά, ασκούμενος στη μοναχική και μοναδική ,όπως αναφέρεται από τους Αγίους Πατέρες μας ,πολιτεία. Η άσκηση του παρθενικού βίου τον έκανε προσηνή επειδή συνδύασε την τραχύτητα της ασκήσεως με την άκρα ταπείνωση. Γι'αυτό έγινε αγαπητός από τη λοιπή μοναστική αδελφότητα , προτάθηκε για χειροτονία και προχειρίσθηκε διάκονος το 1877 σε ηλικία ώριμη και σύμφωνη με τους Θεοπνεύστους ιερούς κανόνες,τριάντα ενός δηλαδή ετών, με το όνομα Νεκτάριος.

Μέ άδεια και ευλογία της Ιεράς Μονής της μετανοίας του συμπληρώνει τις γυμνασιακές του σπουδές στην Αθήνα , κατόπιν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου , κοντά στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρόνιο και πάλι στην Αθήνα, όπου μετά από ευδόκιμες θεολογικές σπουδές το 1885 εκατατάχθηκε στους πτυχιούχους της Θεολογικής Σχολής της «οποίας υπήρξε και υπότροφος . Το επόμενο έτος 1886 χειροτονείται πρεσβύτερος και Αρχιμανδρίτης στην Αλεξάνδρεια από τον ίδιο Πατριάρχη Σωφρόνιο , κοντά στον οποίο υπηρέτησε σαν ιεροκήρυκας και γραμματέας του Πατριαρχείου και Πατριαρχικός επίτροπος στο Κάϊρο. Ένα χρόνο αργότερα το 1889 χειροτονείται Μητροπολίτης της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Μητροπόλεως Πενταπόλεως από τον ίδιο Πατριάρχη Σωφρόνιο.
Αυτή την επέτειο των εκατό χρόνων από της χειροτονίας του σε επίσκοπο τιμάμε και γιορτάζουμε σήμερα.



Γιατί ιδιαίτερα αυτήν την επέτειο εξαίρουμε;

Γιατί και ο άγ.Ιγνάτιος ο Θεοφόρος και ο μεγάλος Θεολόγος Νικόλαος Καβάσιλας υποστηρίζουν ότι ο επίσκοπος είναι ζωντανή εικόνα του Σωτήρος Χριστού και ζωντανός φορέας όλης της Χριστιανικής Παραδόσεως. Ίσως σε μερικές περιπτώσεις αμφιβάλλουμε για τα υποστηριζόμενα από τους αγίους , γιατί δεν βλέπουμε πάντοτε σαρκωμένες αυτές τις αρετές στα Επισκοπικά πρόσωπα. Στην περίπτωση όμως του Αγίου Νεκταρίου ταυτίσθηκε η αληθινή χριστιανική ζωή και το ποιμαντικό αρχέτυπο με το πρόσωπό του. Οι λειτουργίες του , τα κηρύγματά του , η φροντίδα του για την ευπρέπεια και διακόσμηση των Ιερών Ναών , το προσωπικό , ποιμαντικό και ανθρωπιστικό ενδιαφέρον , η συμπάθεια στους καχεκτικούς στην πίστη και στην ηθική , οι διοικητικές του ικανότητες και ιδιαίτατα ο άμεμπτος βίος κατάφερναν να συγκρατούν το θεσμό της Εκκλησίας και τα λογικά πρόβατα στη μάνδρα του Χριστού. Η ποιότητα της Χριστιανικής ψυχής του και η Χριστιανική διαύγεια των φρονημάτων του φαίνεται ολοκάθαρα στους άδικους διωγμούς του. «Ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν» δεν είπε ο Κύριος; Αφανείς αντίχριστες δυνάμεις κατάφεραν να μεθοδεύσουν έτσι κάποιες συκοφαντίες , ώστε να απολυθεί από τις Εκκλησιαστικές αρχές της Αλεξανδρείας και να παυθεί από τη θέση του. Καμιά σαφής κατηγορία αλλά και καμιά ακύρωση των συκοφαντιών. Σαν ελεύθερος άνθρωπος και αθώος διαμαρτύρεται για την αδικία αλλά και οι επιστολές -διαμαρτυρίες προς τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρόνιο, λίγο αργότερα προς τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Φώτιο και προς τον Πατριάρχη Ιωακείμ τον Γ` είναι γεμάτες εκκλησιαστικό ήθος που σπάνια συναντάμε.

Άνθρωπος ψημένος στη μοναχική άσκηση και στους κανόνες ταπεινοφροσύνης , δεν μπορούσε παρά αυτό το ήθος να αποκτήσει των Μεγάλων Πατέρων, που είτε τους έβριζαν είτε τους εγκωμίαζαν, το ίδιο αισθάνονταν και ανεξίκακα αντιδρούσαν.

Ουδείς αδοκίμαστος ευδόκιμος.

Αξίζει κανείς να διαβάσει και μόνο αυτές τις επιστολές για να προσεγγίσει αυτόν τον πολύτιμο αδάμαντα της Ορθοδοξίας. Μικρές επιστολές γραμμένες με σαφήνεια , γλωσσική αρτιότητα , τέλεια νοήματα , λέξεις ιεροπρεπείς και κατάμεστες από σεβασμό στο πρόσωπο που απευθύνεται και το οποίο τον αδίκησε. Δεν βρίσκεις ίχνος δηκτικότητας να υπολανθάνει. Κρατά τον πόνο του σε καθαρά πνευματικό επίπεδο. Αυτές οι επιστολές αποπνέουν το άρωμα της απαθούς και χαριτωμένης ψυχής του , που προετοιμάζεται έκδηλα από τον Εσταυρωμένο Κύριο για τη μέλλουσα τιμή και παγκόσμια δόξα που του χάρισε. Η ποιότητα της ψυχικής καλλιεργείας του επιβεβαιώνεται και από το ποιμαντικό έργο του στις ψυχές των ανθρώπων και την ανάλογη ποιμαντική εν Χριστώ αγωγή, που τους προσέφερε.

Πάνω από εννιακόσιοι πιστοί της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Καίρου συνέταξαν μια διαμαρτυρία και συνάμα αποχαιρετιστήριο γράμμα προς τον Άγιο Πενταπόλεως που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Μεταρρύθμισις» της Αλεξάνδρειας. Μέσα σ'αυτό το γράμμα φαίνεται για άλλη μια φορά από άλλη σκοπιά , από τη σκοπιά των λαϊκών, ο πραότατος και ειρηνικός χαρακτήρας του Αγίου. Στο δημοσίευμα αυτό δεν υποφώσκει ίχνος εμπαθείας ή φανατισμού κατά των αδικησάντων εκκλησιαστικών ανδρών τον Άγιο Πενταπόλεως.
Πόσο ταπεινά και χριστοκεντρικά θα είχε εργασθεί ο Άγιος στην Άμπελο του Κυρίου ,ώστε να μεταφυτεύει και στους άλλους τον αληθινό τρόπο Χριστιανικής ζωής , της Θεανθρώπινης ζωής που ο ίδιος βίωνε.

Από την επιστολή αυτή των λαϊκών του Καίρου φαίνεται η μεγάλη εν Χριστώ αγάπη που του είχαν, φαίνεται διάφανα η εν Χριστώ ηγετική φυσιογνωμία του Αγίου , αλλά τελικά η υπακοή (αυτό είναι το γνήσιο εκκλησιαστικό χριστιανικό φρόνημα) και του Αγίου και των πνευματικών του τέκνων στις αποφάσεις της Μητέρας Εκκλησίας. Ήταν βαθύς και όχι επιπόλαιος και υποπτευόταν ότι πίσω από την ανθρώπινη αδικία κρύβονται μεγαλεπίβολα, μά ανεξιχνίαστα θεϊκά σχέδια. Και κατάφερε αυτήν του τη νοοτροπία να μεταβιβάσει ζωντανά στο λαό του Καίρου, πράγμα που διακρίνεται με ενάργεια προς το τέλος της επιστολής-διαμαρτυρίας.
Ίσως οι βουλές του Θεού έχουν διαφορετικές προοπτικές.

Επιτρέψτε μου να επιμείνω λίγο ακόμη σ'αυτήν την κρίσιμη καμπή της ζωής του. Αν ο Άγιος έπαιρνε κάποια άλλη διαφορετική στάση, καταλάβαινε με τον σώφρονα λογισμό που του είχε χαρίσει η Ορθόδοξη μοναχική νηπτική άσκηση , καταλάβαινε ότι κατάστρεφε ό, τι ωραιότερο, ό, τι πιο θεανθρώπινο είχε μεταγγίσει στις ψυχές των πνευματικών του τέκνων.

Σαν αληθινός Λειτουργός του 'Υψίστου προτιμά να αδικείται παρά να καταστρέψει στα μάτια και στις ψυχές των πιστών την εικόνα της Αρχιερωσύνης, χτυπώντας τους άλλους αρχιερείς που τον αδίκησαν.
Παρακαλώ πολύ όλους μας να εγκύψουμε με πολλή ευλάβεια σ'αυτήν την πτυχή της ζωής του Αγίου Πενταπόλεως και στην θεανδρική στάση του γιατί καθένας μας έχει ή ενδέχεται να έχει πικρίες συκοφαντικές στο μετερίζι από το οποίο μάχεται.

Στή συνέχεια για ένα έτος ταλαιπωρήθηκε «φυτοζωών», λέει ο βιογράφος του άγιος πρ. Παραμυθίας Τίτος Ματθαιάκης, ζητώντας στην Αθήνα εργασία και μη βρίσκοντας. Επί τέλους στις 15 Φεβρουαρόυ 1891 διορίσθηκε ιεροκήρυκας του Νομού Ευβοίας , σπάνιο φαινόμενο στα χρονικά της Εκκλησίας. Δηλ. Επίσκοπος να διορίζεται απλός ιεροκήρυκας. Όμως δέχθηκε και εργάσθηκε διόμιση χρόνια ακάματα πνευματικά , αγάπησε το λαό του Θεού και αγαπήθηκε. Πάλι δυσκολίες και μετάθεση στο Νομό Φθιώτιδος και Φωκίδος. Αξίζει και πάλι να τονισθεί η κρυστάλλινη ποιότητα του ποιμαντικού του λειτουργήματος που εκφράζει το αποχαιρετιστήριο γράμμα του Δημάρχου Κυμαίων Καρυστίας προς τον Άγιο.

Ο Κύριος όμως αφού τον προετοίμασε με την θλίψη και τον διωγμό , αφού του έκλεισε τις άλλες πόρτες , του άνοιξε την υψηλή και μεγάλη προοπτική του Διευθυντή της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής. Μέ Β. Διάταγμα διορίσθηκε την 1η Μαρτίου του 1894 και έμεινε σ'αυτήν την περίοπτη θέση μέχρι το 1908 , από την οποία παραιτήθηκε , όπως ο ίδιος γράφει στην αίτησή του προς το Δ. Σ. για λόγους υγείας.

Δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια εργάσθηκε συστηματικά ο Άγιος στο θερμοκήπιο των Ιερατικών κλήσεων . Ό, τι ιερότερο , ό, τι θεανθρωπινότερο , ό, τι χριστοευγενέστερο , ό, τι ουράνιο είχε κατακτήσει με την άσκησή του και με τη χάρη του Θεού , με πολύ ζήλο το αποτύπωσε στις ψυχές των Ιεροσπουδαστών του. Πίστευε ότι το νεοσύστατο μετά τον τουρκικό ζυγό έθνος θα μπορέσει να ορθοποδήσει και πνευματικά να μεγαλουργήσει , αν οι ποιμένες αυτού του τόπου τραφούν με τον επιούσιο Άρτο της Ορθοδόξου Θεολογίας και ποτισθούν με τα αστείρευτα νάματα της Ορθοδόξου Ευσεβείας. Πετύχαινε πραγματικά να μεταλαμπαδεύσει στις ψυχές των Ιεροσπουδαστών όλη την χριστοφλόγα της ψυχής του ,με τον πιο εκλεκτό τρόπο , την εν Χριστώ αγάπη, που είναι το πιο δυνατό φίλτρο. Αυτό μπορεί να συγκινήσει το νέο και να βάλει σε συναγερμό και κινητοποίηση όλα τα ψυχοδυναμικά του για εγκόσμια και υπερκόσμια δημιουργία.

Ο πρωτοπρεσβύτερος παπαΝικόλας Μυλωνάς και ο Οικονόμος Θεμιστοκλής Παπακωνσταντίνου που τον είχαν δάσκαλο επαληθεύουν την άριστα παιδαγωγική συμπεριφορά του προς τα νεαρά βλαστάρια. Ποτέ δεν είχαμε δεί το ειρηνικό και χαρίεν πρόσωπό του να αλλοιώνεται από τις νεανικές αταξίες.

Είχε μια απεριόριστη εσωτερική ανεκτικότητα και μεγαλοψυχιά λέγουν, με την οποία κατόρθωσε να διορθώσει τις ανωριμότητες των νέων χωρίς να τραυματίσει το ψυχολογικό πεδίο. Και κάποιος άλλος μαθητής του έλεγε με θαυμασμό για τον Άγιο , ότι ανεχόταν ακόμη και να κοροϊδεύεταιμερικές φορές και μολονότι διαισθανόταν πώς του λένε ψέμματα δεν επενέβαινε βίαια, αυταρχικά, πιεστικά, για να διορθώσει τον αμαρτάνοντα. Αυτή η αγάπη και η εκτίμηση προς τα ανώριμα ακόμα παιδιά , τα έφερνε λίγο αργότερα σε αυτοσυναίσθηση του σφάλματος , σε μετάνοια και οριστική και ειλικρινή διόρθωση. Ήδη από τον καιρό της τριετούς μοναστικής ασκήσεώς του στην Ιερά Μονή της χώρας της Χίου , αλλά και από την περισσή εμπειρία του από την διακονία του στο λεπτό και ευαίσθητο έργο του πνευματικού είχε διαπιστώσει πόσο εύθραυστος είναι ο ψυχολογικός παράγοντας σε κάθε άνθρωπο και πόσο αποφασιστικό ρόλο παίζει στην ολοκλήρωση της προσωπικότητας και στον αγιασμό της.





Είχε κατέβει , όπως λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναίτης , ο συγγραφέας της Κλίμακος , είχε κατέβει στα βάθη της ψυχής , γνώριζε πολύ καλά τις αντιδράσεις της και ιδιαίτερα την καταστροφή που προξενούν τα πάθη και οι κακίες των μεγαλυτέρων στην ανέλιξη και ανάπτυξη των νεωτέρων.Και ήθελε αυτός ο μακάριος άνδρας , να μην πληγώσει ,να μην τσαλαπατήσει, να μην σταυρώσει με τιμωρίες τα παιδιά του αλλά να τα ανυψώσει, να τα αναπτερώσει , να τα εμψυχώσει με τη μέθη της δικής του εν Χριστώ αγάπης. Είχε βιώσει βέβαια αυτό που λέγει ο πρύτανις των ασκητών πατέρων άγιος Ισαάκ ο Σύρος , ότι η αγάπη είναι μέθη ψυχής και έχει την δύναμη να μεθύσει και τους γύρω.

Κάποιος άλλος μαθητής του, ο Ν. Λούβαρης ,θυμάται ότι προτιμούσε ο ίδιος να υποβάλλεται σε ασκήσεις, για παράδειγμα σε νηστεία ,για να μην τιμωρήσει το ανώριμο εύθραυστο βλαστάρι, τον ιερό σπουδαστή του , όταν η διάκριση, που άφθονη είχε , τον πληροφορούσε, ότι η τιμωρία θα δημιουργήσει απωθημένη εμπάθεια ή ψυχολογικά τραύματα. Και δεν πρέπει ένας ποιμένας, ένας ταγός να κατατρύχεται από ψυχολογικά προβλήματα, που μπερδεύουν τους γύρω του , και εξουθενώνουν τις ψυχές και δεν τις οδηγούν στην ελευθερία «ή Χριστός ημάς ηλευθέρωσε». Αναλάμβανε ο άγιος του Θεού ,ο θεόπνευστος αυτός παιδαγωγός πάνω του το βάρος της αμαρτίας των παιδών του , για να ανοίγει μπροστά τους ο δρόμος της προκοπής και της δημιουργίας και όχι της μιζέριας και της μικροψυχίας.

Πιθανώς να υπήρξαν και περιπτώσεις που ο άγιος να μεταχειρίσθηκε και την παιδαγωγική μέθοδο της αυστηρότητας , όταν οι περιστάσεις το απαιτούσαν. Κυριαρχούσε πάνω από όλα η Ποιμαντική της αγάπης , της καλωσύνης και της πατρικής επισκοπής , θα λέγαμε γενναιοψυχίας.
Ο Ι. Φ. Κωνστανταράκης , μαθητής του αγίου Νεκταρίου ,αναφέρει ότι οι ιεροσπουδαστές είχαν νύχτα και μέρα ενώπιόν τους ένα αρχέτυπο τελείου και ολοκληρωμένου ανθρώπου.

Ήταν φίλεργος και πολυγραφότατος .
Έγραφε θεολογικές μελέτες.
Συνέθετε ύμνους στην Κυρία Θεοτόκο που όταν τους έψαλε, μεταρσιωνόταν και μετέφερε πνευματικό ενθουσιασμό στους μαθητές του.
Το κήρυγμά του ήταν πολύ εποικοδομητικό και στο ναό της Σχολής και σε πολλούς άλλους που τον καλούσαν.
Η Λειτουργία του ήταν μυσταγωγία και συναγερμός όλου του εκκλησιάσματος προς τον εν Τριάδι Κύριο .
Πρός τους ετερόδοξους συμπεριφερόταν με ευγένεια και καλωσύνη χωρίς να κρύβει κανένα σημείο της Ορθοδόξου ομολογίας του.
Παράλληλα σημειώνει ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος «ο μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Αθηνών» που τον δέχθηκε στην Διεύθυνση της Σχολής, ενδιαφέρθηκε ο άγιος Νεκτάριος για τον κήπο της Σχολής , για την εύρυθμη λειτουργία όλων των συνεργείων της, για την απρόσκοπτη Διεύθυνση και το όλο πολιτιστικό κλίμα της. Δεν ήταν δυνατό ο άνθρωπος που είχε ταξινομήσει παραδεισιακά τα εσωτερικά πνευματικά του ζητήματα , δεν ήταν δυνατόν να μην εκφράσει αυτήν του την εσωτερική του χριστοαρμονία και να μην την απεικονίσει ταπεινά από όλα του τα αγαπημένα πρόσωπα , σ'όλα τα πράγματα γύρω του και σ'ό,τι άγγιζε.

Αποκορύφωμα και αποκρυστάλλωμα της όλης του ποιμαντικής δραστηριότητας υπήρξε η ανασύσταση της Γυναικείας Ι. Μονής της Αγίας Τριάδος, στην Αίγινα. Όλο του τον μισθό που έπαιρνε από την Ριζάρειο τον διέθετε για να κτισθεί η ερειπωμένη Ιερά Μονή και για να συντηρούνται οι μοναχές της αδελφότητας.
Ενδιαφερόταν να γίνει ένα ωραίο εκκλησιαστικό οικοδόμημα , όπως και έγινε, για να στεγάσει ένα ιερό ησυχαστήριο και φροντιστήριο Ορθοδόξου μοναστικής ευσεβείας . Είχε αγαπήσει με πάθος απαθές , όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Σιναίτης ,την φιλανθρωπία και χαιρόταν να ξοδεύει τον μισθό του τόσο γι'αυτό τον σκοπό όσο και για περιπτώσεις φτωχών ανθρώπων ,που του ζητούσαν βοήθεια. .Ήταν αχόρταγος στο να δίνει ,τόσο που μερικές φορές δεν είχε τα ναύλα του ,για να επισκεφθεί τη μοναστική αδελφότητα της Αγίας Τριάδος που παρακολουθούσε πνευματικά και την καθοδηγούσε , ενώ παράλληλα ήταν διευθυντής στη Ριζάρειο.

Τις ημέρες των διακοπών του Πάσχα ,των Χριστουγέννων και του καλοκαιριού έμενε στην ιερά Μονή της Αγίας Τριάδος και προσπαθούσε εφαρμόζοντας τους αυστηρούς ασκητικούς όρους του Μ. Βασιλείου , να οργανώσει φιλόθεα και φιλάνθρωπα την εσωτερική ζωή της αδελφότητας.
Ευτυχώς που μας έχουν διασωθεί 136 επιστολές του Αγίου ,που έστελνε από την Ριζάρειο στη μοναστική αδελφότητα της Αγίας Τριάδος. Μέσα σε αυτή διακρίνεται η λαμπρότητα και η ωραιότητα του παρθενικού του χαρίσματος που αύξησε ο Χριστός εκατονταπλάσια μέσα του με σύμφωνη την αγαθή προαίρεσή του.
Επίσης διακρίνεται η πνευματική ,η εν Χριστώ αγάπη του αγίου προς τα πνευματικά του τέκνα , τις μοναχές , μέσα στις ψυχές των οποίων , όπως ο θείος Παύλος , θέλησε να μορφώσει τον Χριστό και τη ζωή του Χριστού. Πρότυπό του στη φιλανθρωπία είχε τον άγιο Νικόλαο που από μικρός είχε αγαπήσει και τον είχε προστάτη του.

Ο π. Θεόκλητος Διονυσιάτης τονίζει στο «ωραιότατο βιβλίο του «ο άγιος Νεκτάριος ο θαυματουργός» ότι μέσα στις επιστολές αυτές φαίνεται η μεγάλη διάκριση που είχε ο άγιος . Σε κάθε μια μοναχή δίνει τις κατάλληλες γι'αυτήν οδηγίες , σεβόμενος τα προσωπικά όρια αντοχής της και ανοίγοντάς της τον κατάλληλο δρόμο που θα οδηγήσει αυτήν προς τον Σωτήρα Χριστό , χωρίς να ισοπεδώνει το πρόσωπο.
Ήξερε πολύ καλά αυτός ο βαθυνούστατος επίσκοπος πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος της γυναίκας μέσα στη ζωή της Εκκλησίας . Γι'αυτό χωρίς να υποτιμά το Μέγα Μυστήριο του γάμου, λέγει ο π. Θεόκλητος , όμως προσπαθεί να καταρτίσει άριστα τη γυναικεία προσωπικότητα στην ευσέβεια και στην εν Χριστώ ζωή , για να έχει η κοινωνία , τα δείγματα έστω , της αληθινής χριστιανικής ζωής ,σαρκωμένης στα πρόσωπα των μοναζουσών. Μέσα σε αυτές τις επιστολές μπορούν και οι σημερινές Χριστιανές να σπουδάσουν το γνήσιο χριστιανικό φεμινιστικό κίνημα , που συνοψίζεται στην εν Χριστώ υπακοή ,στο υπάκουο κλίμα της και στην ατμόσφαιρά της.

Και στ'αλήθεια πέτυχε ο άγιος του Θεού να φυτεύσει και μετά την παραίτησή του από την Ριζάρειο, μένοντας κοντά τους , να καταρτίσει τη μοναστική αυτή άμπελο της ιεράς Μονής της Αγίας Τριάδος, που η ζωή και η ακτινοβολία της συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Το καλοκαίρι το 1898 έκανε περιοδεία προσκυνηματική στο Άγιο Όρος.

Πήρε ευλογίες από το Περιβόλι της Παναγίας , έδωσε όμως και από το ταμείο των δικών του θησαυρών στους μοναχούς που με πολλή χαρά τον καλοδέχθηκαν και ξεχωριστά τίμησαν επίσημα τον ταπεινόφρονα ιεράρχη. Η επικοινωνία του με αγίους μοναχούς , όπως τον π. Δανιήλ Κατουνακιώτη , τον συνέδεσε πνευματικά με το Άγιο Όρος, έτσι ώστε επιστρέφοντας στον κόσμο , να είναι ένας αγιορείτης εκτός Αγίου Όρους και μέσα στην υπακοή της δικής του , ας πούμε δικής του , μονής.
Αφήσαμε μια πτυχή της ζωής του τελευταία . Σκόπιμα. Γιά να την τονίσουμε. Βέβαια από όσα μέχρι τώρα έχουμε αναφέρει διαφαίνεται ολοκάθαρα.



Ο Άγιος Νεκτάριος ήταν ένας χαρισματούχος πνευματικός.

Αυτόπτης μάρτυς μου ανέφερε ότι τον είδε να εισέρχεται στο ιερό βήμα , να φορά το πετραχήλι του και να πηγαίνει να κατασπάζεται τον εσταυρωμένο και να κλαίει. Μετά από αυτήν τη μυσταγωγική και κατανυκτική προετοιμασία προσφερόταν να βοηθήσει στο Μυστήριο της ι. εξομολογήσεως όχι μόνο τις μοναχές που πρωτύτερα αναφέραμε , όχι μόνο τους ιεροσπουδαστές του , αλλά και τον κοσμάκι που συνέρρεε για να αποθέσει τον βαρύ κλοιό και φόρτο της αμαρτίας.
Ικανότατος στον ποιμαντικό διάλογο , αμέσως αποσπούσε την εμπιστοσύνη του εξομολογουμένου. Πρόσωπο με πρόσωπο ο πνευματικός πατέρας με τον πνευματικό υιό /την πνευματική θυγατέρα, μπορούσε με την δύναμη του Τελεταρχικού και ζωοποιού Πνεύματος και με την απάθεια της άσπιλης και αμόλυντης ψυχής του , να ανασπά από την άβυσσο το ναυαγημένο καράβι, όπως σοφότατα περιγράφει ό άγιος Ιωάννης ο Σιναίτης. Μέσα στο κλίμα της εν Χριστώ θερμής και απλής αγάπης , μπορούσε μοναδικά να εκφρασθεί και ειλικρινά να εξαγορευθεί ο αμαρτωλός και φιλόστοργα να εμφυσήσει την Χάρη του Αγίου Πνεύματος και την άφεση ο χαρισματούχος πνευματικός Πατήρ.

Τέλος η αγαθή Πρόνοια του Θεού οικονόμησε έτσι τη ζωή του Αγίου Νεκταρίου , ώστε παραιτούμενος από την Ριζάρειο να αποσυρθεί στην Ιερά Μονή της Αγίας Τριάδος, να βοηθήσει αποφασιστικά στην οργάνωση του Κοινοβίου της μέχρι το 1920 οπότε και παρέδωσε νικηφόρα την αγία ψυχή του στον Κύριο.
Μέ μία τόσο πλούσια και εκλεκτή ποιμαντική προσφορά μάνιασε ο δαίμονας της συκοφαντίας . Άνθρωποι μικρόψυχοι , εξ ιδίων κρίνοντες τα αλλότρια , κολλημένοι σά στρείδια στα πάθη της ανηθικότητας , πρόβαλαν τον αβυσσαλέο ψυχικό ρύπο τους στο πρόσωπο του αγίου .Τούς ήταν αδιανόητος ο παρθενικός τρόπος ζωής, ο τρόπος που ο νέος Αδάμ, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, εγκαινίασε με το παρθενικό πρόσωπό του στη νέα δική του δημιουργία, στην Εκκλησία του. Έπλασαν λοιπόν μύθους , από το βορβορώδες υλικό που τους χορήγησε ο μισόκαλλος και προσπάθησαν να σπιλώσουν , τον άσπιλο. Μαζί τους μπλέχθηκαν και κάποιοι άλλοι «εκκλησιαστικοί ταγοί» που σαν αφελείς και αδόκιμοι στην κατά Χριστό ζωή , παρασύρθηκαν στις δεινές συκοφαντίες .

Αρνητικό ήταν και το κοινωνικό-πολιτικό κλίμα της εποχής που μισούσε τα μοναστήρια, επηρεασμένο από βαυαρικό επιτελείο που είχε εγκατασταθεί στην Ελλάδα και προσπαθούσε να την εκπολιτίσει. Δεν μπορούσαν με κανένα τρόπο να χωνέψουν πώς ο Διευθυντής της Ριζαρείου καταντά στον καλογερικό τρόπο ζωής. Εβδομήντα δύο χρονών άνθρωπος πλέον ο Άγιος και συκοφαντείται άσχημα. «Ούτος τας αμαρτίας ημών φέρει και περί ημών οδυνάται», λέγει ο προφήτης Ησαίας.,για τον Κύριό μας. Τά ίδια συμβαίνουν και στον Άγιο.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας , υποστηρίζουν ότι το αφορητότερο μαρτύριο για έναν αθώο είναι η συκοφαντία. Και την επιτρέπει ο Κύριος στους δικούς του για μείζονα τελείωση και ουράνια δόξα.

«Ωστόσο η χάρη πληθαίνει πάνω του και επαληθεύεται με τα ποικίλα θαύματα που τελούνται με τα αγιασμένα χέρια του και τις διάπυρες ευχές του . Ο ίδιος όμως σωματικά κάμπτεται. Μία χρόνια προστατίτιδα που είχε, επιδεινώνεται , για λίγο θεραπεύεται από την Παναγία την Χρυσολεόντισσα στην Αίγινα που προσκύνησε, αλλά και πάλι βάρυνε. Μεταφέρθηκε στην Αθήνα, στο νοσοκομείο Αρεταίειο , σαν απλός ιερομόναχος , έμεινε δυό μήνες και ενώ τον ετοίμαζαν οι γιατροί για εγχείρηση , παρέδωσε το πνεύμα του τη νύχτα στις 8 Νοεμβρίου 1920.
Ο Άγιος του αιώνα μας όπως πετυχημένα τον απεκάλεσε ο λογοτέχνης Σώτος Χονδρόπουλος, στα τελευταία του, ρίζωσε στην Ιερά Μονή της Αγίας Τριάδος σαν Ελαία κατάκαρπος και σαν το δένδρο το πεφυτευμένον παρά τας διεξόδους των υδάτων ο τον καρπόν αυτού δώσει.
Και έδωσε αναρρίθμητους καρπούς στην Εκκλησία και στο έθνος μας. Και από εκεί μεταπήδησε στη ζωή αής Αγίας Τριάδος που τόσο είχε λαχταρήσει.

Κάποιοι ονομάζουν τον Άγιο Νεκτάριο, Χρυσόστομο του αιώνα μας, τόσο για την πολυσχιδή προσωπικότητά του, όσο και για το πλούσιο και πολύμορφο έργο του.
Δεν είναι καθόλου υπερβολικό να συμφωνήσουμε με αυτόν τον υψηλό χαρακτηρισμό και την εκλεκτή παρομοίωση, γιατί πράγματι ο Άγιος Νεκτάριος ολοκληρώθηκε σε μια καθολική προσωπικότητα. Μολονότι μοναχός αρχικά και ασκητής , με αυστηρούς περιορισμούς και μοναστικούς κανόνες, όμως τόσο πολύ διευθύνθηκε η προσωπικότητά του, ώστε να φθάσει στα μέτρα των Μεγάλων Αγίων και μάλιστα τα Χρυσοστομικά.
Ο Άγιος αφού έλυσε οριστικά το υπαρξιακο του πρόβλημα ανοίχθηκε με την σώζουσα χάρη του εν Τριάδι Θεού στον μεγάλο γάμο της ΄'Εκκλησίας. Ξεκινώντας από τον Μοναχισμό έφθασε στον τελικό προορισμό, Θεανθρώπινο προορισμό που είναι η ένωση με τον Θεό και την εν Χριστώ αδελφότητα.

Κατάκτησε χαρακτηριστικά και βίωσε τον μυστικό Γάμο της ψυχής του με την Εκκλησία του Χριστού, στην οποία και ολόψυχα και αφιερώθηκε.
Λειτουργός με φλόγα πύρινη, φιλοστοργικότατος και διακριτικότατος πνευματικός Πατήρ , υψιπέτης Θεολόγος , συγγραφέας όχι κοινός , Θεόπνευστος,ιεροκήρυκας , παιδαγωγός άριστος, θαυματουργός και εν ζωή και μετά θάνατον , κοινωνικός εργάτης και βαθύς και ακαταπόνητος . Καλλιεργητής ιερατικών κλήσεων και το κυριώτερο, θεόπτης του ακτίστου θαβωρίου φωτός, προσέφερε άπειρες ευεργεσίες στο Ορθόδοξο Νεοελληνικό έθνος μας. Δυνατό πρότυπο για όλους μας, κληρικούς και λαϊκούς καθηγητές και ιεροσπουδαστές , τον τιμάμε , Αυτόν τον ένθεο θεράποντα του Χριστού και εξαιτούμεθα τις διάπυρες ευχές του προς τον Κύριο.
Γιά να δώσει προφητική και Τριαδική Ιερωσύνη κατ'εικόνα και ομοίωσιν του Αγίου Ιεράρχου,
Λαό με φωτόμορφα και θεοφώτιστα τέκνα της ζωντανής Ελληνορθοδόξου Εκκλησίας.
Και το κυριώτερο, τη νέα γενιά παραλαμβάνουσα μετά φόβου Θεού και αγάπης ,την ολοζώντανή μας Θεανθρώπινη παράδοση, με τις πανάγιες ευχές του εν αγίοις ενδόξου πατρός ημών Νεκταρίου επισκόπου Πενταπόλεως του θαυματουργού.


(Από ομιλία του π. Σαράντη Σαράντου στους Ιεροσπουδαστές της Ριζαρείου )

Οι διαφορές ανάμεσα στη Ορθοδοξία και τον παπισμό είναι πολλές και μεγάλες...


Οι διαφορές ανάμεσα στη Ορθοδοξία και τον παπισμό είναι πολλές και μεγάλες, παλαιές και νεότερες και αφορούν τόσο σε δογματικά ζητήματα όσο και σε θέματα εκκλησιαστικής εμπειρίας, λατρείας, τέχνης και γενικώτερα αντιλήψεων και βιοθεωρίας. Θα επιχειρήσουμε εδώ μία συνοπτική παρουσίασή τους αντλώντας από τα κείμενα των Αγίων Πατέρων και συγχρόνων θεολόγων, Μητροπολιτών και Γερόντων της Εκκλησίας μας, οι οποίοι με ενάργεια και ορθόδοξο φρόνημα αναδεικνύουν την παρεκτροπή από την ορθή πίστη και τις κακοδοξίες του παπισμού. Για την καλύτερη κατανόηση των διαφορών ορθοδοξίας και παπισμού είναι απαραίτητο να εξετάσουμε συνολικά τον εκκλησιαστικό, κοινωνικό και πολιτικό περίγυρο της εποχής. Για τον σκοπό αυτό παραθέτουμε πολύ σύντομα κάποια ιστορικά γεγονότα που στάθηκαν σταθμοί στην γέννηση του παπισμού και στην πορεία του προς την διαίρεση και το σχίσμα.
Ιστορική αναφορά

Η αρχαία Ορθόδοξη Λατινική Εκκλησία της Δύσεως στην παλαιά Ρώμη είχε πάντοτε κοινωνία με την Ορθόδοξη Ανατολή και τα πατριαρχεία της. Το γεγονός που ανέτρεψε την αρμονική αυτή κοινωνία μεταξύ Ανατολής και Δύσεως είναι η κατάληψη της δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τους Φράγκους κατά την διάρκεια του 5ου και 6ου αι., όταν η Δυτική Ευρώπη ζει τον καταιγισμό των βαρβαρικών επιδρομών που μετέβαλαν ριζικά τα πολιτιστικά και θρησκευτικά δεδομένα της.
Οι Φράγκοι, λαός πρωτόγονος και απολίτιστος την εποχή εκείνη, από την πρώτη στιγμή του εκχριστιανισμού τους εξέλαβαν και αφομοίωσαν με λανθασμένο τρόπο την χριστιανική διδασκαλία. Η χριστολογία και η τριαδολογία τους υπήρξε ανέκαθεν προβληματική, καθώς οι αντιλήψεις τους για την Αγία Τριάδα ήταν έντονα επηρεασμένες από τον αρειανισμό.
Στην φραγκική Σύνοδο του Τολέδο το 589, παρά την φαινομενική καταδίκη του αρειανισμού, υιοθετούν μία άλλη μορφή λανθασμένης τριαδολογίας, την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού, την οποία αργότερα προσέθεσαν και στο Σύμβολο της Πίστεως.
Τον 8ο αιώνα βασιλιάς των Φράγκων γίνεται ο Κάρολος ο Μέγας (Καρλομάγνος) ο οποίος υποτάσσει τους άλλους λαούς και τους ηγεμόνες της Ευρώπης και συγκροτεί την ενιαία Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο πολιτικός και θρησκευτικός προσανατολισμός της νέας δυτικής αυτοκρατορίας έχει έντονο το στίγμα της διαφοροποιήσεως και της αντιθέσεως προς την ανατολική αυτοκρατορία του Βυζαντίου. Αυτή η αντίθεση λαμβάνει διαστάσεις περιφρονήσεως και χλευασμού των Ελλήνων Βυζαντινών, που ήδη είχαν αρχίσει να αποκαλούνται υποτιμητικά από τους Φράγκους «αιρετικοί» και «Γραικοί» (=κλέφτες). Είναι χαρακτηριστικό ότι από τον 9ο έως τον 130 αιώνα συναντούμε επανειλημμένα στην Δύση συγγράμματα με τον τίτλο "Contres errors Graecorum" - «Κατά των πλανών των Ελλήνων». Ο πολιτισμός και η ορθόδοξη πίστη των Ελλήνων ήταν για τους απολίτιστους Φράγκους μέγεθος ακατανόητο και ασύλληπτο, αλλά και ταυτόχρονα απλησίαστο και ανέφικτο, για τον λόγο αυτό προτίμησαν να το προβάλουν ως πλάνη και αίρεση!
Από τον 9ο αιώνα οι Φράγκοι, αφού εξεδίωξαν τους Ρωμαίους ορθοδόξους επισκόπους, διόρισαν τους εαυτούς τους επισκόπους και ηγουμένους της Γαλλίας. Κατέλαβαν, επίσης, διά της βίας το Ορθόδοξο Λατινικό Πατριαρχείο της Ρώμης και από το 1009έως το 1046 αντικατέστησαν τους ορθοδόξους Πάπες της Ρώμης με Φράγκο- Λατίνους, ιδρύοντας τον σημερινό Παπισμό. «Επομένως, το λεγόμενο Σχίσμα μεταξύ των Εκκλησιών Δύσεως και Ανατολής δεν έγινε μεταξύ Δυτικών και Ανατολικών Ορθοδόξων Ρωμαίων, αλλά μεταξύ των Φράγκων κατακτητών των Δυτικών Ορθοδόξων Ρωμαίων (Πατριαρχείο Ρώμης) και των Ορθοδόξων Ρωμαίων της Ανατολής (Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως)». (π. Ιωάννης Ρωμανίδης, Τα αίτια του Σχίσματος).
Με την εκφράγκευση του Ορθοδόξου Πατριαρχείου της Ρώμης εισάγονται σ' αυτό οι κακοδοξίες και ο ανθελληνισμός των Φράγκων, στοιχεία που δεν έπαψαν έκτοτε να συνιστούν τα κύρια γνωρίσματα και την πεμπτουσία του παπισμού.

1. Filioque (και εκ του Υιού)

Πρόκειται για την αντίληψη της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος «και εκ του Υιού» (filioque) και όχι μόνον εκ του Πατρός. Η αντίληψη αυτή, που προστέθηκε και στο Σύμβολο της Πίστεως, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα λόγια του ιδίου του Κυρίου μας στο Ευαγγέλιο όπου λέγει «όταν δε έλθη ο παράκλητος...,το Πνεύμα της αληθείας ό παρά του Πατρός εκπορεύεται» (Ιω. 15,26). Έρχεται, επίσης, σε πλήρη αντίθεση με τις αποφάσεις της Δεύτερης Οικουμενικής Συνόδου, που διετύπωσε το σχετικό άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως, αλλά και άλλων Συνόδων.
Η προσθήκη του filioque στο Σύμβολο της Πίστεως συνιστά ουσιαστική και απροκάλυπτη αίρεση, αφού αντιβαίνει στο Ευαγγέλιο και τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων. Και μόνον για την κακοδοξία τους αυτή οι παπικοί είναι αιρετικοί και όχι σχισματικοί, όπως λανθασμένα υποστηρίζεται από μερικούς, που τεχνηέντως ισχυρίζονται πως δεν υπάρχει Οικουμενική Σύνοδος που να καταδίκασε τον παπισμό ως αίρεση. Πρόκειται, βεβαίως, για αφελές επιχείρημα αφού ως γνωστόν οι Οικουμενικοί Σύνοδοι εδογμάτισαν και οριοθέτησαν την ορθή πίστη και κάθε απόκλιση από αυτή, κάθε θέση αντίθετη με τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων είναι αυτονόητο ότι συνιστά αίρεση. Δεν υπάρχει, άλλωστε, Οικουμενική Σύνοδος που να κατεδίκασε π.χ. τους Προτεστάντες, τους Πεντηκοστιανούς κ.ά, ως αιρετικούς χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν είναι.
Ο Μέγας Φώτιος, ο Φωστήρας αυτός και Μέγας Διδάσκαλος της Εκκλησίας μας καταδικάζει με χαρακτηριστικό τρόπο την παπική αίρεση του filioque: «Τις ου κλείσει τα ώτα προς την υπερβολήν της βλασφημίας ταύτης; Αύτη κατά των Ευαγγελίων ίσταται, προς τας αγίας παρατάσσεται Συνόδους, τους μακαρίους και αγίους παραγράφεται πατέρας, τον Μ. Αθανάσιον, τον εν θεολογία περιβόητον Γρηγόριον, την βασίλειον της Εκκλησίας στολήν, τον Μ. Βασίλειον, το χρυσούν της οικουμένης στόμα, το της σοφίας πέλαγος, τον ως αληθώς Χρυσόστομον. Και τι λέγω τον δείνα η τον δείνα; Κατά πάντων ομού των αγίων προφητών, αποστόλων, ιεραρχών, μαρτύρων και αυτών των δεσποτικών φωνών η βλάσφημος αύτη και θεομάχος φωνή εξοπλίζεται».
Με την προσθήκη του filioque είναι μία από τις βασικότερες και παλαιότερες δογματικές διαφορές μας με τους παπικούς, την οποία, όπως προαναφέραμε, την εισήγαγαν οι Φράγκοι και την επέβαλαν στο ορθόδοξο τότε Πατριαρχείο της Ρώμης. Είναι αυτή που, από την θέσπισή της ακόμη και σε όλη την μετέπειτα πορεία Ανατολής και Δύσεως, απετέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί ανυπέρβλητο χάσμα, καθώς υπήρξε μία από τις κυριότερες αιτίες που οδήγησε στο σχίσμα. «Το σχίσμα γέγονεν μάλιστα διά την εν τω Συμβόλω πρόσθεσιν και ότι καλώς απεστράφημεν τους Λατίνους διά την πρόσθεσιν αποστροφής ούσαν αξίαν». (Γεννάδιος Σχολάριος).
Έφθασαν μάλιστα οι παπικοί αιρετικοί να κατηγορούν εμάς τους ορθοδόξους ότι αφαιρέσαμε από το Σύμβολο της Πίστεως το filioque!!!Αυτή ήταν και η βασική κατηγορία που απέδωσε στους ορθοδόξους ο απεσταλμένος του Πάπα, Καρδινάλιος Ουμβέρτος, όταν στις 15 Ιουλίου του 1054 απέθεσε τον λίβελλο με τα αναθέματα του Πατριάρχου και όλων των Ορθοδόξων στην Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας, ότι δήθεν δηλαδή οι ορθόδοξοι «ως Πνευματομάχοι η Θεομάχοι απέκοψαν από του Συμβόλου του αγίου Πνεύματος την εκπόρευσιν εκ του Υιού». Η εμμονή των παπικών στην αιρετική θέση του filioque τους κρατά αποκομμένους από την Εκκλησία και την αλήθεια και αποτελεί ουσιαστικό εμπόδιο σε κάθε προσπάθεια επανόδου τους στην ορθόδοξη πίστη, παρά τις όποιες πρωτοβουλίες καλής θελήσεως, ακόμη και αυτής της άρσεως των αναθεμάτων.
Όπως εύστοχα διατυπώνει ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος: «Μερικοί ισχυρίζονται ότι ήρθησαν αυτά τα αναθέματα και επομένως δεν υπάρχει πρόβλημα. Βεβαίως και υπάρχει πρόβλημα, γιατί με μία απλή πράξη ήρθησαν τα αναθέματα, αλλά δεν ήρθη η αίρεση του Filioque, η οποία μάλιστα ισχυροποιήθηκε ακόμη περισσότερο».

2. Διδασκαλία περί της ακτίστου ουσίας και ακτίστου ενεργείας του Θεού.

Μία πολύ μεγάλη και βασική διαφορά ανάμεσα στην ορθοδοξία και τον παπισμό είναι το θέμα της ουσίας και των ενεργειών του Θεού. Η ορθή διδασκαλία σ' αυτό το ζήτημα είναι ότι αφού η ουσία του Θεού είναι άκτιστη, είναι άκτιστες και οι ενέργειές Του. Αντίθετα οι δυτικοί θεωρούν κτιστές τις ενέργειες και κτιστή την χάρη του Θεού.
Γράφει σχετικά ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, Αρχιμ. Γεώργιος Καψάνης: «Μέχρι σήμερα οι Δυτικοί θεωρούν κτιστή την θεία Χάρι, την ενέργεια του Θεού. Είναι δυστυχώς και τούτο μία από τις πολλές διαφορές μας, που πρέπει να λαμβάνεται σοβαρώς υπ' όψιν στο θεολογικό διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς. Δεν είναι μόνο το filioque, το πρωτείο εξουσίας και το «αλάθητο» του πάπα, από τις βασικές διαφορές μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των Παπικών. Είναι και τα ανωτέρω. Αν δεν δεχθούν οι Ρωμαιοκαθολικοί ότι η Χάρις του Θεού είναι άκτιστος, δεν μπορούμε να ενωθούμε μαζί τους, έστω κι' αν, δεχθούν όλα τα άλλα. Διότι ποιος θα ενεργήση την θέωσι, αν η θεία Χάρις είναι κτίσμα κι' όχι άκτιστος ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος;»

3. Το πρωτείο του Πάπα.

Μια από τις βασικές αιρετικές δοξασίες του παπισμού αποτελεί το «πρωτείο» του πάπα. Σύμφωνα με απόφαση της Α' Συνόδου του Βατικανού (1870), ο πάπας είναι τοποτηρητής του Χριστού και μοναδικός αντιπρόσωπός Του πάνω στη γη. Είναι ο αρχηγός και η ορατή κεφαλή της Εκκλησίας. Στο πρόσωπό του συνοψίζεται ολόκληρη η Εκκλησία. Αυτή η θέση, όμως, είναι καθαρά αιρετική, αφού «η αλήθεια είναι ότι μόνον ο Χριστός είναι Κεφαλή και αρχηγός της Εκκλησίας. Αυτό διαβάζουμε και στην επιστολή προς Εφεσίους του Απ. Παύλου (Εφεσ. α, 22-23), ότι δηλαδή ο ουράνιος Πατέρας ¨Αυτόν (τον Κύριον Ιησούν) έδωκε κεφαλήν υπέρ πάντα τη Εκκλησία, ήτις εστί το σώμα αυτού¨ Αυτόν κατέστησε κεφαλή, πάνω από όλους, στην Εκκλησία, η οποία είναι το σώμα Του», Αρχιμ. Γερβ. Ραπτοπούλου, Αιρέσεις στην Ελλάδα και οι κακοδοξίες του παπισμού, σελ. 153-154.

4. το αλάθητο του Πάπα.

Η Α' Σύνοδος του Βατικανού θέσπισε το δόγμα του αλάθητου του πάπα. Πρόκειται δηλαδή για την αλαζονική αντίληψη για το «εκ καθέδρας» αλάνθαστο του Πάπα. Σύμφωνα με το δόγμα αυτό ο πάπας είναι πάνω και από τις Οικουμενικές Συνόδους και έχει την πλήρη και υπέρτατη δικαιοδοσία να αποφαίνεται αλάθητα και τη διδασκαλία του είναι υποχρεωμένη να παραδεχτεί ολόκληρη η Εκκλησία. Όποιος τολμήσει να «αντείπη», να φέρει αντίρρηση στη διδασκαλία του, «ανάθεμα έστω» (κεφ. Δ' της Β' Βατικάνειας Συνόδου). Οι θεολόγοι μάλιστα της Ρωμαιοκαθολικής «Εκκλησίας' φτάνουν στο σημείο να διακηρύττουν ότι και ψέμα να πει ο πάπας πρέπει αυτό να γίνει δεκτό από τους πιστούς σαν αλήθεια!
Η ανακήρυξη ενός και μόνου ανθρώπου σαν αλάθητου, όσο κι' αν αυτός κατέχει τον ανώτατο βαθμό της ιερωσύνης, είναι πράξη ξένη και αντίθετη προς την Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση. Κατά τον Ορθόδοξο Ρώσο Θεολόγο Βουλγάκωφ «το αλάθητον ανήκει εις τη όλην Εκκλησίαν». Γι' αυτό και η από 6 Μαΐου 1848 εγκύκλιος των Ορθοδόξων Πατριαρχών της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας ορίζει ότι «ο φύλαξ της Ορθοδοξίας, το σώμα της Εκκλησίας, τούτ' έστιν ο λαός αυτός εστι». Η Εκκλησία στο σύνολό της, κλήρος και λαός μαζί, είναι η «πιστή φρουρός της Αποστολικής Παραδόσεως, φυλάττουσα αυτήν ως πεπιστευμένην ταύτη παρακαταθήκην».
(βλ. σχ. Αρχιμ. Γερβ. Ραπτοπούλου, ό. π. σελ. 163-166)
Ο Αρχιμ. Γεώργιος Καψάνης σημειώνει ότι «το αλάθητο επεκτάθηκε σε κάθε απόφαση του Πάπα. Δηλαδή, ενώ με την Α' Βατικάνειο Σύνοδο μόνον οι από καθέδρας και με την χρήση του όρου definimus (ορίζομεν) αποφάσεις του Πάπα ήσαν αλάθητοι, η Β' Βατικάνειος Σύνοδος αποφάνθηκε ότι ο Πάπας είναι αλάθητος όχι μόνον όταν αποφαίνεται επισήμως ως Πάπας, αλλά οσάκις αποφαίνεται. Είναι ακόμη φανερό από τα ανωτέρω ότι η οικουμενική σύνοδος γίνεται ένα συμβουλευτικό σωματείο των Παπών. Το αλάθητο στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν ανήκει στην οικουμενική σύνοδο, αλλά στον Πάπα. Ποιος όμως ανεκήρυξε τον Πάπα αλάθητο; Η λαθητή σύνοδος;
Με αυτόν τον τρόπο η συνοδική αρχή, η παραδοθείσα από τους αγίους Αποστόλους, αντικαθίσταται από την παποκεντρική αρχή. Ο «αλάθητος» Πάπας καθίσταται κέντρο και πηγή ενότητος της Εκκλησίας, που σημαίνει ότι η Εκκλησία έχει ανάγκη από έναν άνθρωπο για να την διατηρή σε ενότητα. Έτσι παραμερίζεται και υποβαθμίζεται η θέσις του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος. Και ακόμη με την μεταφορά του αλάθητου από το Άγιο Πνεύμα στο πρόσωπο του Πάπα περιορίζεται η εσχατολογική προοπτική της Εκκλησίας μέσα στην ιστορία και καθίσταται εγκοσμιοκρατική».

5. Η κατάργηση Ιερών Κανόνων

«Το Βατικανό προ πολλού ήδη απέρριψε τους πλείστους Ιερούς Κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων και εμόρφωσεν ίδιον Κανονικόν Δίκαιον, διά να πορευθή ελεύθερον την οδόν την άγουσαν εις παν είδος καινοτομίας. Ο ουνίτης Π. Γρηγορίου ομολογεί εν προκειμένω: «Ανατολή και Δύσις διεφώνουν ωσαύτως επ' αυτών τούτων των πηγών του Κανονικού Δικαίου. Η Εκκλησία της Ρώμης, αποδεχθείσα επισήμως κατ' αρχάς μόνον τους κανόνας της εν Νικαία Α' Οικουμενικής Συνόδου(325) και της Σαρδικής (343), ηδιαφόρησεν ως προς την νομοθεσίαν εν σχέσει προς την εκκλησιαστικήν ευταξίαν και πειθαρχίαν των λοιπών Ανατολικών Συνόδων, Οικουμενικών ή τοπικών...
Όλως αυθερέτως, οι πάπαι, χάριν των κυριαρχικών βλέψεών των επί πάσης της Εκκλησίας, απέρριψαν του Ιερούς Κανόνας των έξ Οικουμενικών Συνόδων και τους κανόνας των τοπικών Συνόδων και των Πατέρων, οι οποίοι προσέλαβαν οικουμενικόν κύρος, εφ' όσον επεκυρώθησαν υπό του Β' κανόνος της ΣΤ' οικουμενικής Συνόδου. Ειδικότερον, το Βατικανόν απεχθάνεται τους Κανόνας της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου, διότι τινές εξ αυτών στρέφονται κατά των καινοτομιών της παπικής Εκκλησίας (Β, ΙΓ, ΝΕ κ.λ.π.)» (Αρχιμ. Σπ. Μπιλάλη, ό. π.,σελ.251,2).

6. Το παπικό κράτος.

Η άποψη ότι δεν μπορεί ο «αντιπρόσωπος του Θεού» στη γη να βρίσκεται υπό εξουσία κοσμικού βασιλιά(!) οδήγησε στην ίδρυση το 1929 (μετά από συμφωνία του Πάπα και του δικτάτορα Μουσολίνι) του σημερινού παπικού κράτους του Βατικανού, Έτσι, ο παπισμός κατήντησε κοσμικό κράτος που έχει στρατό, ασκεί διπλωματία και επηρεάζει την διεθνή οικονομία με την συμμετοχή του σε μεγάλες εταιρείες και επιχειρήσεις. Πρόκειται δηλαδή για μια ανθρωποκεντρική οργάνωση, για μια εκκοσμίκευση και μάλιστα θεσμοποιημένη εκκοσμίκευση. Αλλά η συνύπαρξη της κοσμικής εξουσίας με την ιερατική, επισκοπική εξουσία, είναι κάτι το ασυμβίβαστο, κάτι το οποίο είναι ξένο προς το πνεύμα του Ευαγγελίου, τους Κανόνες Συνόδων και την εν γένει παράδοση της Εκκλησίας.
«Είναι σημείο φοβεράς εκκοσμικεύσεως της Εκκλησίας η σύγχυσις των δύο εξουσιών, της πνευματικής και της κοσμικής, των δύο βασιλείων, του ουρανίου και του επιγείου. Έτσι η Εκκλησία υποκύπτει στον δεύτερο πειρασμό του Χριστού από τον διάβολο, που του ζήτησε να τον προσκυνήση, για να του δώση την εξουσία όλων των βασιλείων του κόσμου. Ο Κύριος τότε του απήντησε: "Κύριον τον Θεόν σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις"». (Αρχιμ' Γεωργίου Καψάνη, Ορθοδοξία και Ρωμαιοκαθολικισμός (Παπισμός) (Κύριαι Διαφοραί) εκδ. Σταμούλης 2006).

7. Το καθαρτήριο πυρ - Οι αξιομισθίες των Αγίων.

«Σχετικά με την πτώση και τη σωτηρία του ανθρώπου υπάρχουν αξιοσημείωτες διαφορές. Ο Αδάμ, λέγει η Σύνοδος του Τριδέντου (1546), με την παράβασή του επέφερε την οργή και την αγανάκτηση του Θεού και για τούτο τον θάνατο'. Επομένως η σωτηρία του ανθρώπου απαιτεί την εξιλέωση της οργής του Θεού. Το αίμα του Χριστού εξαλείφει τις αιώνιες ποινές του αμαρτωλού ανθρώπου, οι οποίες έχουν την αιτία τους στις θανάσιμες αμαρτίες. Εκτός όμως από τις αμαρτίες αυτές, υπάρχουν οι βαριές και οι ελαφρές αμαρτίες, οι οποίες επιφέρουν πρόσκαιρες ποινές. Αυτές τις ποινές πρέπει ο άνθρωπος να τις εξοφλήσει με έργα μετανοίας, που επιβάλλονται από την Εκκλησία. Πολλοί άνθρωποι πεθαίνουν πριν εξοφλήσουν αυτές τις ποινές και μεταβαίνουν στο λεγόμενο ‘καθαρτήριο πυρ', που υπάρχει ανάμεσα στον παράδεισο και την κόλαση, όπου καλούνται να εξαλείψουν το χρέος. Από εκεί, με τις προσευχές του Πάπα και των ζωντανών, οι ψυχές μεταβαίνουν στον παράδεισο. Όμως η «Εκκλησία» μπορεί να παραχωρήσει τη λύση των ποινών με βάση το ‘θησαυρό των αξιομισθιών των αγίων', τον οποίο διαχειρίζεται ο πάπας». (Αντ. Αλεβιζόπουλου, Ρωμαιοκαθολικισμός, Προτεσταντισμός και Ορθοδοξία, σελ. 16). Πιστεύουν, δηλαδή, πως οι Άγιοι έχουνε κάνει περισσότερα καλά έργα απ' όσα χρειάζονται για τη σωτηρία τους και τέτοιες «αξιομισθίες», που μ' αυτές μπορούν να σωθούν και άλλοι άνθρωποι. Πρόκειται για τις λεγόμενες αφέσεις η τα λυσίποινα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Πουθενά ωστόσο, το Ευαγγέλιο δεν διδάσκει τέτοιο πράγμα, ούτε δέχεται «περισσεύουσες αξιομισθίες» στους ανθρώπους, όσο άγιοι κι' αν ήτανε στη ζωή τους. Όσον αφορά στο «καθαρτήριο πυρ», ο άγιος Νεκτάριος, στο βιβλίο του «Μελέτη περί της αθανασίας της ψυχής», σ. 168,9, Αθήνα, 1901, γράφει σχετικά: «Κατά την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, μετά θάνατον ουδεμία υπάρχει μεσάζουσα τάξις μεταξύ των μεταβαινόντων εις Ουρανούς και των καταβαινόντων εις άδην». Δεν υπάρχει τόπος ειδικός, μεσάζων, ένθα ευρίσκονται αι ψυχαί των μετανοησάντων και μη ενεγκόντων καρπούς μετανοίας...»

8. Λατινική Μαριολογία η Μαριολατρία

Η παπική «Εκκλησία», παρεκκλίνοντας από την ορθή διδασκαλία των Πατέρων μας, οδηγήθηκε σε κακοδοξίες, καινοτομίες και εσφαλμένα δόγματα ως προς το πρόσωπο της Παναγίας. Έτσι το 1854 θεσπίστηκε το δόγμα της ασπίλου συλλήψεως της Θεοτόκου, που όριζε ότι «Η Παρθένος Μαρία από της πρώτης στιγμής της συλλήψεώς της διετηρήθη καθαρά παντός εκ του προπατορικού αμαρτήματος ρύπου».
Το 1950, ο πάπας Πίος ΙΒ', ανεκήρυξε σε δόγμα την ενσώματη μετάσταση της Θεοτόκου, σύμφωνα με το οποίο «η αειπάρθενος Θεομήτωρ μετά την επί γης ζωήν αυτής, μετέστη εν σώματι και ψυχή εις την ουράνιον δόξαν». Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται εκ μέρους των παπικών μιά έντονη τάση απόδοσης υπερβολικών τιμών στη Θεοτόκο, που φτάνει στα όρια της λατρείας. «Συλλυτρώτρια», «Μητέρα της Εκκλησίας», «Μεσίτρια πασών των χαρίτων» είναι κάποιοι από τους τιμητικούς τίτλους που αποδίδουν στην Παναγία, με εσφαλμένο και προβληματικό περιεχόμενο.
Σύμφωνα με την ορθόδοξη διδασκαλία, το προπατορικό αμάρτημα μεταδίδεται σε όλους τους ανθρώπους, ακόμη και σ΄ αυτούς που αποτελούν σκεύη εκλογής, όπως ήταν η Παναγία. Κατά τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, η Θεοτόκος ήταν «υποκείμενη εις το προπατορικό αμάρτημα μέχρι του Ευαγγελισμού. Τότε γαρ εκαθαρίσθη διά της επελεύσεως του Αγίου Πνεύματος». Όσον αφορά στην μετάσταση της Θεοτόκου, η ορθόδοξη παράδοση αναφέρεται στην μετά θάνατον μετάστασή της, χωρίς όμως αυτό να ανάγεται σε δόγμα, αφού δεν μαρτυρείται ούτε στην Αγία Γραφή ούτε στην αποστολική παράδοση.
Στην Ορθοδοξία η λατρεία ανήκει μόνο στον Τριαδικό Θεό, ενώ στους αγίους και την Παναγία αρμόζει η τιμητική προσκύνηση και η πρεσβευτική ιδιότητα προς τον μόνο Σωτήρα, τον Κύριόν μας Ιησούν Χριστόν. Με μεγάλη σαφήνεια η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος (787) ορίζει: «τιμάν και μεγαλύνειν εμάθομεν πρώτον μεν και κυρίως και αληθώς την του Θεού Γεννήτριαν και τας αγίας και αγγελικάς Δυνάμεις και τους ενδόξους Μάρτυρας, αλλά και τους αγίους άνδρας, και τούτων αιτείν τας πρεσβείας», (βλ. σχ. Αρχιμ. Σπ. Μπιλάλη, Ορθοδοξία και Παπισμός, εκδ. Ορθοδόξου τύπου, Αθήνα 1969, σελ. 164-191).

9. Μυστήρια

Μία γενική διαφορά η οποία απορρέει από το πρωτείο του Πάπα είναι η στάση των ιερέων στους λόγους των μυστηρίων, οι οποίοι φαίνεται να τα τελούν στο ...όνομά τους: «Εγώ σε βαπτίζω, εγώ σε συγχωρώ κ.λ.π.», σε αντίθεση με τα Ορθόδοξα Μυστήρια στα οποία ο ιερέας είναι απλός υπηρέτης: «Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, Η χάρις του Παναγίου Πνεύματος διά της εμής ελαχιστότητος έχει σε λελυμένον και συγκεχωρημένον κ.λ.π.»

10. Το Βάπτισμα

Η ορθόδοξη Εκκλησία τελεί το Βάπτισμα με τριπλή κατάδυση στο νερό, η οποία συμβολίζει την τριήμερο ταφή και Ανάσταση του Κυρίου. Άλλωστε είναι σαφής η προτροπή του Κυρίου προς τους μαθητές Του να βαπτίζουν «εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Από την άλλη μεριά, η παπική «Εκκλησία» καινοτομεί και εισάγει το διά επιχύσεως η ραντισμού βάπτισμα.

11. Χρίσμα

Η παπική «Εκκλησία καινοτομεί και το μυστήριο του Χρίσματος. Συνιστά να αναβάλλεται του μυστήριο του Χρίσματος στους βαπτιζομένους μέχρι το 7ο η κατ΄ άλλους το 14ο έτος της ηλικίας τους, οπότε και δεν κοινωνούν. Η αρχαία Εκκλησία παρείχε στα βαπτιζόμενα νήπια το Χρίσμα αμέσως μετά το Βάπτισμα, ακριβώς για να τα εισάγει από την πρώτη στιγμή στην ατμόσφαιρα της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, δεδομένου ότι για να στηριχθεί ο βαπτιζόμενος στην πνευματική ζωή έχει πάντοτε ανάγκη από τη ζωογόνο Θεία Χάρη. Αυτήν την παράδοση ακολουθεί μέχρι σήμερα η Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία τελεί το Χρίσμα με άγιο Μύρο, σε αντίθεση με τους παπικούς που το τελούν με την επίθεση των χειρών του Επισκόπου.

12. Μετάνοια

Ως προς το μυστήριο της μετανοίας, την Ιερά Εξομολόγηση, στους Ρωμαιοκαθολικούς γίνεται ως μια δίκη και η επικοινωνία είναι απρόσωπη. Ο εξομολογούμενος λέει τα αμαρτήματά του χωρισμένος και άγνωστος στον πνευματικό (στους ξύλινους θαλαμίσκους) και λαμβάνει τα επιτίμια και την άφεση. Δεν υπάρχει δηλαδή προσωπική ποιμαντική σχέση και εκκλησιαστική κοινωνία, αλλά νομική και απρόσωπη σχέση. Προέχει η νομική δικαίωση του αμαρτωλού και όχι η συγχώρηση, επάνοδος και αποκατάστασή του στο πατρικό σπίτι (Εκκλησία) και την πατρική αγκάλη.
Αντίθετα στην Ορθόδοξη Εκκλησία υπάρχει προσωπική επαφή του πιστού με τον ιερέα. Η άφεση των αμαρτιών πηγάζει από την Σταυρική θυσία του Κυρίου μας και όχι από τις μεσιτείες των αγίων η άλλους παράγοντες, όπως διδάσκουν οι παπικοί.

13. Θ. Ευχαριστία

Σε αυτό το Μυστήριο οι παπικοί έχουν εισάγει πολλές καινοτομίες: α) Χρησιμοποιούν βιομηχανοποιημένο άζυμο άρτο που λέγεται «όστια» και όχι ένζυμο που χρησιμοποιεί η ανατολική Εκκλησία στηριζόμενη στο επιχείρημα ότι ακολουθούν αρχαία συνήθεια. Αυτό, όμως, δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Ο Μυστικός Δείπνος έγινε με ένζυμο και όχι με άζυμο άρτο. Στην πραγματικότητα τα άζυμα δεν αποτελούν αρχαία συνήθεια, αλλά επινοήθηκε από αιρετικούς τους πρώτους αιώνες.
β) Ο καθαγιασμός του άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού τελείται για την ορθόδοξη Εκκλησία με την επίκληση του Αγίου Πνεύματος. Αντιθέτως για τους παπικούς τελείται με την εκφώνηση των συστατικών του μυστηρίου λόγων του Κυρίου «Λάβετε φάγετε...» κ.λ.π.
γ) Οι παπικοί απέκοψαν τον λαό από την μετοχή στο Αίμα του Κυρίου, αφού κοινωνούν μόνο οι ιερωμένοι απ' αυτό, διότι πιστεύουν ότι αρκεί για την σωτηρία των πιστών η μετάληψις μόνο του Σώματος. Σε αντίθεση, η ορθόδοξη Εκκλησία μεταδίδει το Σώμα και το Αίμα Χριστού σε όλους τους πιστούς.
δ) Τα νήπια και τα παιδιά μέχρι το 10ο η 12ο έτος απέχουν από το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, διότι, σύμφωνα με την παπική διδασκαλία, δεν είναι ικανά να διακρίνουν το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου, αντίθετα με τους Ορθοδόξους που επιτρέπουν τη Θεία Κοινωνία στα βαπτισμένα νήπια.

14. Γάμος

Ο Κύριος τόνισε το αδιάλυτο του μυστηρίου του γάμου «παρεκτός λόγου πορνείας». Οι παπικοί δεν σεβάστηκαν αυτή την εξαίρεση και θέσπισαν το αδιάλυτο του γάμου χωρίς καμμία εξαίρεση.

15. Ιερωσύνη

Η παπική «Εκκλησία έχει αυθαίρετα καθιερώσει τη γενική αγαμία του κλήρου, στηριζόμενη σε αποστολικό χωρίο («...ο άγαμος μεριμνά τα του Κυρίου, πως αρέσει τω Κυρίω...» Α' Κορ. ζ, 32). Στην ουσία όμως η αγαμία οφείλεται στην στάση της Ρωμαιοκαθολικής «Εκκλησίας» που θέλει να εξάρει τον κλήρο υπέρ τους λαϊκούς, αποχωρίζοντάς τον από κάθε δεσμό με τις λαϊκές τάξεις και την κοινωνική ζωή, και κυρίως να καταδείξει την ανωτερότητα του δικού τους κλήρου έναντι των κληρικών της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η Α' Οικουμενική Σύνοδος αποδίδει το πνεύμα της Ανατολικής Εκκλησίας, την ελεύθερη δηλαδή εκλογή των κληρικών μεταξύ γάμου και αγαμίας. Η αγαμία είναι χάρισμα, ειδική χάρη του Θεού σε ορισμένα άτομα. Ωστόσο, στην υποχρεωτική αγαμία, που επέβαλε η Παπική Εκκλησία στον κλήρο της, δίνει την πρέπουσα απάντηση ο ασκητικότατος, ομολογητής, θαυματουργός, άγιος και επίσκοπος μέγας Πανφούτιος: «Μη βαρύνετε τον ζυγόν των ιερωμένων».

16. Ευχέλαιο

Στην Ορθόδοξη Εκκλησία το Μυστήριο του Αγίου Ευχελαίου τελείται σε κάθε περίπτωση. Η προτροπή του Αδελφόθεου Ιακώβου είναι ρητή: «Ασθενεί τις εν υμίν; Προσκαλεσάσθω τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας, και προσευξάσθωσαν επ' αυτόν αλείψαντες αυτόν ελαίω εν τω ονόματι Κυρίου...» (Ιακ. Ε, 14-15). Οι παπικοί αντίθετα και πάλι, χρησιμοποιούν το μυστήριο του Αγίου Ευχελαίου μόνο μια φορά και μόνο στους ετοιμοθανάτους, σαν τελευταίο εφόδιο.

17. Το σημείο του Σταυρού

Παράδοση της Εκκλησίας είναι να κάνουμε το σημείο του Σταυρού με τα τρία δάκτυλα, που συμβολίζουν τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Οι παπικοί, αντιθέτως, τον κάνουν με τα τέσσερα δάκτυλα, γιατί κοντά στα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, πρόσθεσαν και το πρόσωπο της Παναγίας, απόρροια της Μαριολατρείας. Επίσης, το σημείο του Σταυρού οι καθολικοί το κάνουν όχι από τα δεξιά προς τα αριστερά, αλλά από τα αριστερά προς τα δεξιά.

18. Θεία Λειτουργία

Αρχαία τάξη στην Εκκλησία είναι ο ιερέας να τελεί μια μόνο Θεία Λειτουργία την ημέρα και πάνω στην Αγία Τράπεζα να τελείται μόνο μια Θεία Λειτουργία καθημερινά. Η παπική «Εκκλησία», όμως, καθιέρωσε ο ιερέας να τελεί περισσότερες από μια Θείες Λειτουργίες και μάλιστα πάνω στην ίδια Τράπεζα.

19. Ναός

Οι παπικοί Ναοί δεν είναι στραμμένοι προς την Ανατολή, όπως είναι οι ορθόδοξοι, αλλά προς τη Δύση. Αυτό φαίνεται προκλητικότατα στο μεγάλο Ναό της Ρώμης, τον Άγιο Πέτρο
Ο Μ. Βασίλειος γράφει σχετικά: «Πάντες ορώμεν κατά ανατολάς επί των προσευχών, ότι την αρχαίαν επιζητούμεν πατρίδα, τον Παράδεισον, όν εφύτευσεν Αδάμ εν Εδέμ, κατά ανατολάς».

20. Εκκλησιαστικές τέχνες

Η τέχνη της Δύσεως, η μουσική, η αρχιτεκτονική και η αγιογραφία, έχει καθαρά ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα, σε αντίθεση με αυτήν της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στην δυτική ζωγραφική παράσταση ο Χριστός φαίνεται ως άνθρωπος και η Θεοτόκος και οι άγιοι ως κοινοί, μη μεταμορφωθέντες άνθρωποι. Και η φύση παρουσιάζεται «νατουραλιστικά», χωρίς μετοχή στο άκτιστο φως. Αντίθετα, η Ορθόδοξη εικόνα εικονίζει τον Θεάνθρωπο Χριστό και τα μεταμορφωμένα πρόσωπα της Θεοτόκου και των Αγίων μέσα στον επίσης μεταμορφωμένο από την Άκτιστη Χάρη κτιστό κόσμο.
Στους Ναούς τους οι δυτικοί έχουν αγάλματα αντί για εικόνες και στις «ακολουθίες» τους χρησιμοποιούν μουσικά όργανα, κάτι που δεν είναι σύμφωνο με την παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

21. Νηστεία

«Χαλαραί αντιλήψεις επεκράτησαν παρά τη ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και ως προς τον ιερόν θεσμόν της νηστείας. Ο Σπυρίδων Μακρής γράφει περί των νηστειών των Λατίνων: «Αι νηστείαι της Δυτικής Εκκλησίας είναι ελαφρότεραι των της Ανατολικής, απαγορεύουσαι κυρίως το κρέας μόνον, οι δε κατά τόπους επίσκοποι έχουν το δικαίωμα της ρυθμίσεως των νηστειών». Ο ουνίτης επίσκοπος Υάκινθος, αναφερόμενος εις τον νόμον της λατινικής νηστείας, γράφει: «Ο νόμος της νηστείας επιτρέπει εν μόνο γεύμα την ημέραν, κατά το οποίον δύναταί τις να φάγη όσον θέλει και ό,τι θέλει. Αρκεί να μη διαρκέση το γεύμα περισσότερον από δυο ώρας»...Η νηστεία παύει πατά τοις ρωμαιοκαθολικοίς να αποτελή πνευματικόν όπλον προς καθαίρεσιν των σκιρτημάτων της σαρκός και μέσον άριστον γενικώτερον προς εγκράτειαν. Υλιστικόν νεωτερισμόν αποτελεί η ουσιαστική κατάργησις του ιερού θεσμού της νηστείας υπό της παπικής Εκκλησίας. Ο Μ> Βασίλειος ελέγχει πάντα επιχειρούντα την κατάργησιν της νηστείας: «Αρχαίον δώρον η νηστεία, ου παλαιούμενον και γηράσκων, αλλ' ανανεούμενον αεί...νηστεία εν παραδείσω ενομοθετήθη. Την πρώτην εντολήν έλαβεν Αδάμ, Από του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν ου φαγείσθε. Το δε, ου φάγεσθε, νηστείας εστί και εγκρατείας νομοθεσία...» (Αρχιμ. Σπ. Μπιλάλη, Ορθοδοξία και Παπισμός, σελ. 250,1).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

«Συνέπεια όλων των ανωτέρω είναι ότι στον Παπισμό έχουμε απόκλιση από την ορθόδοξη Εκκλησιολογία. Ενώ στην Ορθόδοξη Εκκλησία δίνεται μεγάλη σημασία στη θέωση που συνίσταται στην κοινωνία με τον Θεό, δια της οράσεως του ακτίστου Φωτός, οπότε οι θεούμενοι συνέρχονται σε Οικουμενική Σύνοδο και οριοθετούν ασφαλώς την αποκαλυπτική αλήθεια σε περιπτώσεις συγχύσεως, εν τούτοις στον Παπισμό δίνεται μεγάλη σημασία στον θεσμό του Πάπα, ο οποίος Πάπας υπέρκειται ακόμη και από αυτές τις Οικουμενικές Συνόδους. Σύμφωνα με την λατινική θεολογία ‘η αυθεντία της Εκκλησίας υπάρχει τότε μόνον όταν στηρίζεται και εναρμονίζεται με την θέληση του Πάπα. Σε αντίθετη περίπτωση εκμηδενίζεται'...
Υπάρχουν μεγάλες θεολογικές διαφορές, οι οποίες καταδικάσθηκαν από την Σύνοδο επί Μεγάλου Φωτίου και στην Σύνοδο επί αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, όπως φαίνεται και στο ‘Συνοδικό της Ορθοδοξίας'. Επί πλέον και οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι Τοπικές Σύνοδοι μέχρι τον 19ο αιώνα καταδίκαζαν όλες τις πλάνες του Παπισμού. Το πράγμα δεν θεραπεύεται ούτε βελτιώνεται από κάποια τυπική συγγνώμη που θα δώση ο Πάπας για ένα ιστορικό λάθος, όταν οι θεολογικές απόψεις του είναι εκτός Αποκαλύψεως και η Εκκλησιολογία κινείται σε εσφαλμένο δρόμο, αφού μάλιστα ο Πάπας παρουσιάζεται ως ηγέτης του Χριστιανικού κόσμου, ως διάδοχος του Αποστόλου Πέτρου και βικάριος-αντιπρόσωπος του Χριστού πάνω στη γη, ωσάν ο Χριστός να έδωσε την εξουσία του στον Πάπα και Εκείνος αναπαύεται ευδαίμων στους Ουρανούς». (Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, Βασικά σημεία διαφοράς μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και Παπισμού, εφ. Παρέμβαση, Απρίλιος 2001.

Μετά από όσα παρατέθηκαν, αντιλαμβανόμαστε ότι ο Δυτικός Χριστιανισμός (Παπισμός - Προτεσταντισμός) είναι ένας εντελώς διαφορετικός κόσμος. ‘Άλλη θεολογία, άλλη κοσμολογία, άλλη ανθρωπολογία, οι οποίες οδηγούν σε διαφορετική βιοθεωρία, διαφορετική κουλτούρα διαφορετικό πολιτισμό και επομένως σε μια εντελώς διαφοροποιημένη νοοτροπία που καταλήγει σε μια ξένη, ως προς την ορθόδοξη, πνευματικότητα και καθημερινότητα του ανθρώπου.
Σε μία εποχή που όλοι τείνουν σε ενοποιήσεις και πολύς λόγος γίνεται για το αύριο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, οι λόγοι του μακαριστού π. Ιουστίνου Πόποβιτς ηχούν στα αυτιά μας ως προφητικό κάλεσμα επαγρυπνήσεως και εγρηγόρσεως:
«Όλοι οι ευρωπαϊκοί ουμανισμοί, από τους προ της Αναγεννήσεως, της Αναγεννήσεως και περαιτέρω, οι προτεσταντικοί, φιλοσοφικοί, θρησκευτικοί, κοινωνικοί, επιστημονικοί, πολιτιστικοί και πολιτικοί επεδίωκαν εν γνώσει η εν αγνοία και αδιακόπως επιδιώκουν, ένα πράγμα: να αντικαταστήσουν την πίστιν εις τον Θεάνθρωπον με την πίστιν εις τον άνθρωπον, να αντικαταστήσουν το ευαγγέλιον του Θεανθρώπου με το ευαγγέλιον κατ' άνθρωπον, την φιλοσοφίαν κατά Θεάνθρωπον με την φιλοσοφίαν κατ' άνθρωπον, την κουλτούραν κατά Θεάνθρωπον με την κουλτούραν κατ' άνθρωπον. Με μιαν λέξιν, να αντικαταστήσουν την ζωήν κατά Θεάνθρωπον με την ζωήν κατ' άνθρωπον. Και ταύτα συνέβαινον επί αιώνας, έως ότου τον παρελθόντα αιώνα, το 1870, εις την Α' Σύνοδον του Βατικανού, όλα αυτά συνεκεφαλαιώθησαν εις το δόγμα του αλάθητου του Πάπα. Έκτοτε το δόγμα αυτό απέβη το κεντρικό δόγμα του παπισμού. Δια τούτο επί των ημερών μας εις την Β' Σύνοδον του Βατικανού τόσον επιμόνως και επιδεξίως συνεζητήθη και υπεστηρίχθη το απαραβίαστον και το αναλλοίωτον αυτού του δόγματος.
Το δόγμα τούτο έχει κοσμοϊστορικήν σημασίαν δι' όλην την τύχην της Ευρώπης, μάλιστα δε δια τους αποκαλυπτικούς καιρούς της, εις τους οποίους έχει ΄δη εισέλθει Διά του δόγματος αυτού όλοι οι ευρωπαϊκοί ανθρωπισμοί απέκτησαν το ιδεώδες και το είδωλόν των: ο άνθρωπος ανεκηρύχθη υπερτάτη θεότης, πανθεότης. Το ευρωπαϊκόν ουμανιστικόν πάνθεον απέκτησε τον Δία του» (Ι. Πόποβιτς, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, εκδ. Αστήρ, ε' έκδοσις, 1987, σελ. 149 - 150)


«Για όλους αυτούς τους λόγους η ένωσις δεν είναι υπόθεσις συμφωνίας μόνο σε κάποια δόγματα, αλλά αποδοχής του ορθοδόξου, θεανθρωποκεντρικού, χριστοκεντρικού, τριαδοκεντρικού πνεύματος στα δόγματα, στην ευσέβεια, στην εκκλησιολογία, στο κανονικό δίκαιο, στην ποιμαντική, στην τέχνη, στην άσκησι.
Για να γίνει αληθινή ένωσις θα πρέπει η εμείς να παρατηθούμε από τον Ορθόδοξο θεανθρωποκεντρισμό μας η οι Παπικοί από τον δικό τους ανθρωποκεντρισμό. Το πρώτο είναι αδύνατο να συμβή με την Χάρι του Κυρίου μας, διότι αυτό θα ήταν προδοσία στο Ευαγγέλιο του Χριστού μας. Αλλά και το δεύτερο είναι δύσκολο να συμβή. Όμως «τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστίν».
Πιστεύουμε ότι δεν συμφέρει και στους μη Ορθοδόξους να παραιτηθούμε εμείς από την Ορθοδοξία μας. Όσο υπάρχει η Ορθοδοξία, σώζεται η ακαινοτόμητος ευαγγελική πίστις, η «άπαξ παραδοθείσα τοις Αγίοις». Υπάρχει ζωντανή η μαρτυρία της πραγματικής κοινωνίας του Θεού με τον άνθρωπο, η αλήθεια της Εκκλησίας ως θεανθρωπίνης κοινωνίας. Έτσι ακόμη και οι ετερόδοξοι που την έχασαν, γνωρίζουν ότι κάπου υπάρχει. Ελπίζουν. Ίσως κάποτε την αναζητήσουν μεμονωμένα η συλλογικά. Θα την βρουν και θα αναπαυθούν. Ας κρατήσουμε αυτήν την αγία πίστι όχι μόνο για μας αλλά και για όλους τους αδελφούς ετεροδόξους και για όλο τον κόσμο. Η θεωρία περί δύο πνευμόνων, διά των οποίων αναπνέει η Εκκλησία, δηλαδή του Παπισμού και της Ορθοδοξίας, δεν μπορεί να γίνει δεκτή από Ορθοδόξου πλευράς, διότι ο ένας πνεύμων (ο Παπισμός) δεν ορθοδοξεί και το γε νυν έχον νοσεί ανιάτως.
Ευχαριστούμε την Παναγία και Ζωαρχική Τριάδα για το μεγάλο δώρο Της, την αγία Ορθόδοξο Πίστι μας και για τους ευσεβείς προγόνους, διδασκάλους, ιερείς και αρχιερείς και πνευματικούς μας πατέρας, που μας εδίδαξαν και παρέδωσαν αυτήν την αγία Πίστι.
Ομολογούμε, ότι δεν θα αναπαυόμασταν σε μια Εκκλησία που εν πολλοίς υποκαθιστά τον Θεάνθρωπο Χριστό με τον «αλάθητο» άνθρωπο «πάπα» η «προτεστάντη».
Πιστεύουμε ότι η Εκκλησία μας είναι Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού, που έχει το πλήρωμα της Αληθείας και της Χάριτος. Λυπούμεθα, γιατί οι ετερόδοξοι Χριστιανοί δεν ημπορούν να χαρούν αυτό το πλήρωμα, και μάλιστα κάποτε προσπαθούν και να παρασύρουν και προσηλυτίσουν τους Ορθοδόξους στις κοινότητές τους, όπου μόνον μια μερική, αποσπασματική και διαστρεβλωμένη άποψι της αληθείας έχουν. Εκτιμούμε την όση αγάπη έχουν για το Χριστό και όσα καλά έργα κάνουν, αλλά δεν ημπορούμε να δεχθούμε ότι η ερμηνεία που δίδουν στο Ευαγγέλιο του Χριστού είναι σύμφωνη με την διδασκαλία του Χριστού, των αγίων Αποστόλων, των αγίων Πατέρων και των αγίων Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων.
Προσευχόμεθα ο αρχιποιμήν Χριστός, ο μόνος αλάθητος Αρχηγός και Κεφαλή της Εκκλησίας, εκείνους μεν να οδηγήση στην Αγία Ορθόδοξο Εκκλησία, που είναι το πατρικό τους σπίτι, από το οποίο κάποτε απεσκίρτησαν, εμάς δε τους Ορθοδόξους να φωτίση, ώστε να παραμείνουμε άχρι θανάτου πιστοί στην αγία και ακαινοτόμητο Πίστι μας, όλο και περισσότερο στερεούμενοι και εμβαθύνοντες σ' αυτήν, «μέχρι καταντήσωμεν οι πάντες εις την ενότητα της πίστεως και της επιγνώσεως του Υιού του Θεού, εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού». «Αμήν».

(Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Ορθοδοξία και Ρωμαιοκαθολικισμός (Παπισμός) (Κύριαι Διαφοραί), εκδ. Σταμούλης 2006)