Wednesday, June 27, 2018

Η ιστορία των δύο αγγέλων… ( ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ )



Δύο άγγελοι που ταξίδευαν σταμάτησαν να περάσουν την νύχτα σε ένα σπίτι μιας πλούσιας οικογένειας. Η οικογένεια ήταν αγενής και αρνήθηκε στους αγγέλους να μείνουν στο δωμάτιο των ξένων της βίλας.
Αντιθέτως, έδωσαν στους αγγέλους ένα μικρό μέρος σε ένα κρύο υπόγειο. Καθώς εκέινοι έφτιαχναν τα κρεβάτια τους στο σκληρό πάτωμα, ο μεγαλύτερος άγγελος είδε μια τρύπα στον τοίχο και την επισκεύασε. Όταν ο μικρότερος άγγελος τον ρώτησε γιατί, ο μεγαλύτερος απάντησε: “Τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται”… 
 
Την επόμενη νύχτα το ζευγάρι των αγγέλων ήρθε να ξεκουραστεί σε ένα πολύ φτωχικό σπίτι αλλά ο αγρότης και η γυναίκα του ήταν πολύ φιλόξενοι. Αφού μοιράστηκαν τη λίγη τροφή που είχαν, το ζευγάρι των αγγέλων κοιμήθηκαν στο κρεβάτι τους όπου μπορούσαν να έχουν μια ξεκούραστη νύχτα. Όταν βγήκε ο ήλιος, το επόμενο πρωί οι άγγελοι βρήκαν τον αγρότη και την γυναίκα του να κλαίνε. Η μοναδική τους αγελάδα της οποίας το γάλα ήταν το μόνο τους εισόδημα ήταν νεκρή στο λιβάδι.
Ο μικρότερος άγγελος ήταν αναστατωμένος και ρώτησε το μεγαλύτερο πως ήταν δυνατόν και άφησε να γίνει κάτι τέτοιο. 
 
Ο πρώτος άντρας είχε τα πάντα και παρόλα αυτά τον βοήθησες, τον κατηγόρησε εκείνη.Η δεύτερη οικογένεια είχε ελάχιστα και όμως ήταν πρόθυμη να μοιραστεί τα πάντα και εσύ άφησες την αγελάδα να πεθάνει… “Τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται”, απάντησε ο μεγαλύτερος άγγελος.
“Όταν μείναμε στο υπόγειο της βίλας, πρόσεξα πως ήταν χρυσός αποθηκευμένος σε εκείνη την τρύπα στον τοίχο. Μια και ο ιδιοκτήτης ήταν τόσο άπληστος και δεν είχε τη διάθεση να μοιραστεί την καλή του τύχη, σφράγισα τον τοίχο ώστε να μην μπορεί να βρει το χρυσό. Εχθές τη νύχτα καθώς κοιμόμασταν στο κρεβάτι του αγρότη ήρθε ο άγγελος του Θανάτου για την γυναίκα του, κι εγώ έδωσα στη θέση της την αγελάδα. Τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται.” 
 
Μερικές φορές αυτό ακριβώς συμβαίνει όταν τα πράγματα δεν έχουν το αποτέλεσμα που πρέπει. Αν έχεις πίστη, θα πρέπει να μάθεις να εμπιστεύεσαι και να πιστεύεις ότι το κάθε αποτέλεσμα είναι πάντα προς όφελός σου. Μπορεί να μην το ξέρεις παρά μονάχα πολύ αργότερα.
Μερικοί άνθρωποι έρχονται στη ζωή μας και γρήγορα φεύγουν.
Μερικοί άνθρωποι γίνονται φίλοι και μένουν λίγο αφήνοντας όμορφα χνάρια στην καρδιά μας και εμείς δεν είμαστε ποτέ το ίδιο γιατί έχουμε κάνει έναν καλό φίλο…


Το εχθές είναι παρελθόν.
Το αύριο μυστήριο.
Το σήμερα είναι δώρο.

Friday, June 22, 2018

Η μυρωδιά του λιβανιού (Διδακτική Ιστορία)

 
Ήταν πολύ κουραστικό αυτό το ταξίδι. Είχε, εξάλλου, πολύ καιρό να το κάνει. Θυμόταν τον εαυτό του στο Λύκειο, όταν πήγε να επισκεφτεί για τελευταία φορά τη γιαγιά του, την κυρα-Θοδόσαινα στα Τρόπαια της Γορτυνίας.

Και τώρα, τριτοετής φοιτητής της Φιλοσοφικής, να που ξαναπαίρνει τον ίδιο δρόμο. Τι τον έκανε να φύγει από την Αθήνα, τη «Βαβυλώνα τη μεγάλη»; Ούτε και ο ίδιος ήξερε.
Πάντως ένα είναι σίγουρο, πως πνιγόταν. Πνιγόταν από τους φίλους, τα μαθήματα, τους γονείς, απ’ όλους. Ένιωθε πως κανείς δεν τον καταλάβαινε, κανείς δεν μπορούσε να γίνει κοινωνός στην αναζήτησή του για πλέρια αλήθεια και γνησιότητα. Κι αυτή ακόμη η χριστιανική του παρέα τον έπνιγε.
Όλοι τους ήταν τακτοποιημένοι, όλοι τους είχαν ταμπουρωθεί πίσω από κάποιες συνταγές, κάποιες ρετσέτες σωτηρίας και δεν έλεγαν να κουνηθούν από ‘κει. Μα αυτός... Αυτός ήταν διαφορετικός.

Δεν βολευόταν σε σχήματα και σε κουτάκια. Ήθελε να βιώσει τον Χριστιανισμό αληθινά, όχι κίβδηλα. Να μπει στο νόημα παρευθύς και όχι να καμαρώνεται τον ευσεβή. Εξάλλου, του φαινόταν τόσο απλοϊκό και ανόητο να υιοθετήσει μια τυποκρατική και ευσεβιστική χριστιανική βιωτή τη στιγμή που η ίδια του η επιστήμη, αλλά και η έμφυτη τάση του γι’ αναζήτηση, για ψάξιμο και ψηλάφηση του αληθινού τον ωθούσε προς μια άλλη ζωή.
Μα, πόσο δύσκολο ήταν, Θεέ μου! Πόσο βασανιζόταν! Κάποια στιγμή ένιωσε πως είχε φτάσει στο απροχώρητο. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει...

- Πάω στη γιαγιά μου στα Τρόπαια, φώναξε μια μέρα στο σπίτι και αφήνοντας πίσω του φωνές για μαθήματα και εξετάσεις, μήτε ο ίδιος ξέρει πότε, βρέθηκε στο λεωφορείο.

Και να που ζύγωνε στο σπίτι της γιαγιάς του. Ντάλα ο ήλιος πάνω από το κεφάλι του κι από παντού να ‘ρχονται χίλιες ευωδιές από την ανοιξιάτικη, αρκαδική φύση. Δεν πρόλαβε όμως ο άμοιρος να ρουφήξει λίγο βουνίσιο αέρα, όταν ακούστηκε η γνώριμη τσιριχτή φωνή της γειτόνισσας:

- Μαριγώωωω! Τρέξε καλέ, ήρθε ο Αλέκος! Την επόμενη στιγμή είδε να ξεπροβάλλει από το πλινθόκτιστο σπιτάκι η γιαγιά του σκουπίζοντας τα παχουλά της χέρια στην ποδιά της και λέγοντας:

- Καλώς τον πασά μου, καλώς τον γιόκα μου, καλώς ήρθες, Αλέκο μου! Κι αμέσως βρέθηκε στην αγκαλιά της. Τι ήταν αυτό; Σα να μπήκε σε λιμάνι απάνεμο, σα να του ‘φυγε όλη η αντάρα του μυαλού του. Ξαφνικά άδειασε και την αγκάλιασε κι αυτός.

- Καλώς σε βρήκα, γιαγιά.
- Κόπιασε, γιέ μου, να ξαποστάσεις.

Μόλις μπήκε στο χαμηλοτάβανο σπιτάκι, τον συνεπήρε η μυρωδιά της σπανακόπιτας και του λιβανιού. Σίγουρα η γιαγιά είχε φουρνίσει από το πρωί ακόμη και είχε λιβανίσει το σπίτι τρεις- τέσσερις φορές.

- Πάλι λιβάνι γιαγιά;
- Α! Όλα κι όλα, άμα δεν κάνω τα θεοτικά μου τρεις φορές την ημέρα, δεν μπορώ να κοιμηθώ.
- Και σαν τι λες;
- Μνήσθητί μου, Κύριε! Ό,τι λέει η Σύνοψη.
- Και τα εννοείς;
- Γιέ μου, αυτά είναι μυστήρια του Θεού, ποιος να τα εννοήσει; Αλλά μη γνοιάζεσαι, σα δεν καταλαβαίνω εγώ, νογά ο Θεός και βλέπει τον κόπο μου, νογά κι ο Διάολος και καίγεται.
- Χμ, καλά τα λες, είπε συγκαταβατικά.

- Στάσου, να σου φέρω λίγη σπανακόπιτα, μόλις την έβγαλα από το φούρνο. Κι έφυγε αμέσως για την κουζίνα, το βασίλειό της. Ο Αλέκος έμεινε μόνος του στο καθιστικό. Αισθανόταν άνετα και ζεστά εκεί, μολονότι ήξερε πως, εάν έκανε τη ζωή της γιαγιάς του σε τούτο το χωριό, σίγουρα θα τρελαινόταν. Η καημένη! Δεν ήξερε πολλά γράμματα, αλλά το Ευαγγέλιο δεν έλεγε να το αφήσει από τα χέρια της. Μέρα – νύχτα το διάβαζε.
Όταν λέει «γιαγιά Μαριγώ» του ‘ρχεται πάντα η ίδια εικόνα στο μυαλό: Μια γριούλα παχουλή, με σφιχτοδεμένο κότσο να κάθεται στην πολυθρόνα και να διαβάζει το Ευαγγέλιο ψιθυριστά. Δυστυχώς, η γιαγιά δεν ήξερε τίποτα από Φιλοσοφία. Θυμάται μια φορά που της ανέφερε τον Heidegger. Τον κοίταξε με τρόμο στα μάτια και είπε:

- Παναγιά μου, οι Γερμανοί, ο Θεός να φυλάει την Ελλάδα μας! Η καημένη ήταν αδαής. Δεν αναζητούσε καμιά αλήθεια. Δεν σκοτιζόταν για καμιά ψυχολογική σχολή. Ο Αλέκος έριξε μια ματιά στον τοίχο, αμέτρητες εικόνες. Η γιαγιά είχε μαζέψει όλους τους Αγίους της οικογένειας. Κι όμως αρκούσε ένας σταυρός.

- Γιαγιά, τι τις θες τόσες εικόνες;

- Μνήσθητί μου, Κύριε! Και πώς θα παρακαλέσω τον Αγιαλέξανδρο, σαν δεν έχω την εικόνα του; Άσε το άλλο, κάθε φορά που γιορτάζει Άγιος με εικόνα, το σπίτι έχει πανηγύρι. Άσε όμως αυτά, πες μου τα δικά σου, παλικάρι μου.

Και τότε, άγνωστο γιατί, ο Αλέκος άνοιξε την καρδιά του όπως δεν την είχε ανοίξει ποτέ, ούτε στον πνευματικό του, ούτε και στους γέροντες στο Άγιο Όρος όπου βρισκόταν συχνά – πυκνά. Της είπε για τις αγωνίες του, τη βασανιστική του πορεία για ανεύρεση της αλήθειας, την προσπάθεια ελευθερώσεως του εαυτού του από τα δεσμά της συμβατικότητας και του ηθικισμού, ώστε να ‘ρθει σε κοινωνία αληθινή με το πρόσωπο του πλησίον.
Της είπε ακόμη για την αδυναμία του να σταθεί μπροστά στο Θεό χωρίς τη μάσκα του ευσεβή που τον στοιχειώνει από τα παιδικά του χρόνια. Της είπε, της είπε, της είπε... και τι δεν της είπε. Ακολούθησε μια μεγάλη παύση. Η κυρα-Θοδόδαινα έκανε τον σταυρό της αργά – αργά και είπε:

- Μνήσθητί μου, Κύριε! Δεν κατάλαβα γρι. Μπερδεμένα μου τα λες, ματάκια μου. Και θαρρώ πως τα ‘ χεις και στο μυαλό σου μπερδεμένα. Ευαγγέλιο διαβάζεις;
- Ορίστε;
- Εκκλησία πας;
- Δεν καταλαβαίνω...
- Την προσευχή σου την κάμεις;
- Τι εννοείς, γιαγιά;
- Τον πλησίον σου τον συντρέχεις;
- Θαρρώ πως δε με κατάλαβες.

- Αχ παιδάκι μου, εσύ δεν εννοείς να καταλάβεις πως τα πράγματα του Θεού είναι απλά. Δε χρειάζονται πολλές θεωρίες μήτε αξημέρωτες συζητήσεις. Μονάχα τούτο χρειάζεται, να ξαστερώσεις από τις φιλοσοφίες και να πιαστείς από το ρούχο του Χριστού σαν εκείνη τη γυναίκα στο Ευαγγέλιο, να δεις πως τι λένε... την ξέχασα, δεν πειράζει. Τα άλλα όλα θα τα κανονίσει ο Χριστός. Είναι δικές του δουλειές. Άσε Τον. Ξέρει τι κάνει.

Δεν κάθισε πολύ στα Τρόπαια, στο σπίτι της γιαγιάς του. Μια – δυο μέρες. Ήταν αρκετές. Είδε πράγματα που θα τον συνόδευαν για πολύ καιρό. Είδε τη γιαγιά του να κάνει ατελείωτες μετάνοιες. Την είδε να συντρέχει τη χήρα με τα τρία βυζανιάρικα παιδιά. Την είδε να μαζεύει στο σπίτι της κάθε λογής κουρασμένο στρατοκόπο και να αποθέτει στα χέρια των φτωχών ολάκερη τη σύνταξη του μακαρίτη.
Την είδε να κοινωνά την Κυριακή και να λάμπει σαν τον ήλιο όλη τη μέρα. Μυστήρια του Θεού! Σαν έφυγε με το λεωφορείο για την Αθήνα στριμωγμένος σ ‘ ένα κάθισμα κρατώντας κεφτεδάκια (πεσκέσι της γιαγιάς) σκεφτόταν όσα έζησε τούτες τις λίγες μέρες. Μια μυρωδιά λιβανιού του 'ρθε στη μύτη και μια φωνή να του υπενθυμίζει: «Τα πράγματα του Θεού είναι απλά».

- Λες να 'ναι έτσι; Μνήσθητί μου, Κύριε!
 
http://agapienxristou.blogspot.com/2016/05/blog-post_9.html

Tuesday, June 19, 2018

«Μαμά, αυτός δεν ήτανε καλόγερος. Άγιος ήτανε!» - Θαύματα του Αγίου Ραφαήλ

Είμαι η Ευαγγελία Ρωσσίδη, κάτοικος Νίκαιας. Θα ήθελα να σας αναφέρω και εγώ κατωτέρω ένα γεγονός το οποίο μου συνέβη. 
 
Το 2012 είδα ολοζώντανο τον ΑΓΙΟ ΡΑΦΑΗΛ και την ΑΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ. Ήταν μήνας Φεβρουάριος και έκανε πολύ κρύο. Πήγα να πάρω το κοριτσάκι μου από το σχολείο και επιστρέφοντας συνάντησα τον ΑΓΙΟ ΡΑΦΑΗΛ και την ΑΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ. Τον είδα στο φούρνο της γειτονιάς μου. 
 
Νόμισα ότι ήταν κάποιος καλόγερος που πουλάει κάτι και έβγαλα από την τσέπη μου να του δώσω χρήματα. Εκείνος έβγαλε από την τσέπη του ένα μπουκαλάκι με ΑΓΙΟ ΜΥΡΟ και μας έβαλε στο κεφάλι και στα χέρια σε εμένα και στην κορούλα μου.

Έκανε μάλιστα νόημα στην κόρη μου να βγάλει τα γάντια της για να της μυρώσει τα χέρια. Δίπλα του ήταν ένα κοριτσάκι ξανθό με κοτσιδάκια. Αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου ήταν τα μάτια του και το βλέμμα του. Ήταν πολύ ψηλός και όμορφος. Όταν φύγαμε από το φούρνο νομίζαμε ότι ήμασταν στον παράδεισο. Και τα χέρια μας ευωδίαζαν για πολλές μέρες. 
 
Η κόρη μου, μου είπε: Μαμά, αυτός δεν ήταν καλόγερος, Άγιος ήτανε. Δεν ξέραμε όμως ποιος Άγιος ήταν. Μετά από δεκαπέντε ημέρες, η ξαδέρφη μου Ευαγγελία ήρθε στο σπίτι μας. Είχε πάει στη Μυτιλήνη και επιστρέφοντας μας έφερε ένα βιβλίο του ΑΓΙΟΥ ΡΑΦΑΗΛ. Όταν είδα τη φωτογραφία του Αγίου αμέσως τον γνώρισα. Δεν το πίστευα!!! Ο καλόγερος που είχα δει ήταν ο ΑΓΙΟΣ ΡΑΦΑΗΛ και το κοριτσάκι η ΑΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ. Προσευχήθηκα και παρακάλεσα τον Άγιο να πάω στη χάρη του στη Μυτιλήνη. Και αυτό που ζήτησα έγινε. Ο Άγιος με άκουσε και το Πάσχα εκείνο, πηγαίνοντας μια συγγενής μου στη Μυτιλήνη, με πήρε και μένα μαζί και έτσι πήγα στη χάρη του. Όταν έφτασα στην εκκλησία και συγκεκριμένα στον τάφο του Αγίου μοσχομύρισε μεμιάς το ΑΓΙΟ ΜΥΡΟ που μας είχε βάλει όταν τον είχα πρωτοδεί. Ήταν ένα πολύ μεγάλο θαύμα!
Το Σεπτέμβριο του 2012 αρρώστησε ο άντρας μου Γιώργος με καρκίνο στο έντερο. Νοσηλεύτηκε στο Σισμανόγλειο Αθηνών και μετά το χειρουργείο (ένα πολύ δύσκολο χειρουργείο, τεσσάρων ωρών) είδε σε όνειρο τον αγαπημένο μας Άγιο να τον κοιτάζει με ένα χαμόγελο στα χείλη και να στέκεται μπροστά στο βράχο, στο σημείο που υπάρχουν τώρα τα καγκελάκια του ιερού της εκκλησίας του Αγίου μας Ραφαήλ στο Άνω Σούλι του Μαραθώνα. Είδε επίσης και τα μαρμάρινα σκαλοπάτια που υπάρχουν μπροστά στο εκκλησάκι. Όταν μου το είπε ο άντρας μου κατάλαβα ότι ο Άγιος θα τον κάνει καλά και όντως! Ο άντρας μου έγινε εντελώς καλά. Τότε βεβαίως δεν είχαμε επισκεφτεί ακόμα το Μοναστήρι του Αγίου μας στο Άνω Σούλι. Μετά ήρθαμε πρώτη φορά και συνειδητοποιήσαμε ότι αυτό ήταν το μέρος στο οποίο είδε ο άντρας μου τον Άγιο Ραφαήλ στο όνειρό του. Αυτό που κατάλαβα είναι ότι ο Άγιος Ραφαήλ μας εμφανίστηκε ολοζώντανος και μας μύρωσε για να μας δώσει δύναμη, κουράγιο και πίστη και για να μας δείξει ότι θα είναι δίπλα μας, γιατί επρόκειτο να περάσουμε ένα Γολγοθά με τις ασθένειες που μας βρήκαν στην οικογένειά μας. Με τη βοήθεια των Αγίων τα ξεπεράσαμε όλα.
 
Δοξασμένο το όνομα του Αγίου Ραφαήλ, του Αγίου Νικολάου και της Αγίας Ειρήνης! Όσο ζω και υπάρχω θα τους δοξάζω με όλη μου την ψυχή!

Friday, June 15, 2018

Πώς να μοιράσω το ψωμί; ( Αληθινή Ιστορία )


Τούτες τις μέρες που την πατρίδα μας τη δέρνει η φτώχεια και η πείνα, η Χρυσούλα, μεγάλη ώριμη γυναίκα με δική της τώρα οικογένεια, φέρνει στο νου της τη συγχωρεμένη τη γιαγιά της. Χρυσούλα την έλεγαν κι εκείνη, με παππού ιερέα ευλαβικό τον ονομαστό παπα-Γιώργη τον Διακουμάτο στην περιοχή της Οιτύλου στη Λακωνία.

Απ' το στόμα του παπα-Γιώργη έβγαινε πάντα χρυσάφι ο θείος λόγος του Ευαγγελίου. Αυτόν έσπερνε παντού και γλύκαινε τους πονεμένους. Στη μικρή του τη Χρυσούλα έκανε μαθήματα μέσα από την Αγία Γραφή, το Οκτωήχι και το Ψαλτήρι. Τι στιγμές ήταν εκείνες! Σμίλευε ο ακούραστος λευΐτης με τη σμίλη του Πνεύματος την άκακη και αθώα ψυχή της εγγονούλας του, την μάθαινε να αγαπά τον Θεό, να συγχωρεί τους ανθρώπους, να σκορπίζει καλοσύνες σε εχθρούς και φίλους. Ποτέ δεν ξεχνούσε -η μακαρίτισσα τώρα- γιαγιά τη μεγάλη μορφή του ιερέα παππού της που για το χωριό δεν ήταν μόνο παπάς αλλά και δάσκαλος και συμφιλιωτής και παρηγορητής, άγγελος ήταν για όλο το χωριό τους ο παπα-Γιώργης.

Μεγάλωσε κάποτε η μικρή Χρυσούλα. Έκανε τη δική της οικογένεια, και έμενε στο Ελαιοχώρι. Τέσσερα κορίτσια και ένα αγόρι της είχε χαρίσει ο Πανάγαθος. Μικρά ήταν όλα τότε. Πού να τ' αφήσει; Τα χωράφια τους είχαν απαιτήσεις. Ήθελαν χέρια δυνατά και σκληρά να τα δουλεύουν. Και κείνα άμειβαν. Και δίναν πλούσιο τον καρπό τους για να τρέφουν τη φτωχή οικογένειά τους.
Η Χρυσούλα ήταν πρώτη στο νοικοκυριό. Δεν υστερούσε όμως και στα αγροτικά. Ποτέ δεν ήθελε ν' αφήνει τον άνδρα της μόνο του. Έτρεχε και αυτή από κοντά του. Πρωί-πρωί, πριν ακόμη καλά-καλά φέξει ο ήλιος, ξεκινούσε με τη δροσιά. Από κοντά και τα παιδιά τους, μικρούλια τότε. Τ' άφηνε ξένοιαστα να παίζουν με τα χώματα ή να κυνηγάνε πεταλούδες ή άλλοτε να παίζουν κρυφτό στα χαλάσματα του φράχτη του κτήματος.

Και κατά το μεσημεράκι όταν έφθανε η ώρα του φαγητού, μάζευε γύρω τα μικρά της. Έκαναν όλοι μαζί το σταυρό τους κι έλεγαν το «Πάτερ ημών». Σε κάποιο γεύμα έβγαλε από το ταγάρι της το καλοζυμωμένο καρβέλι και κοίταξε τα παιδιά της στα μάτια. Πάντα είχε ένα μικρό λόγο σοφό να τους πει την ώρα εκείνη. Αυτή τη φορά όμως τους είπε κάτι άλλο: «Αυτό το καρβέλι είναι δικό σας!

Πώς θέλετε, παιδιά μου, να σας το μοιράσω το ψωμί, σαν Θεός ή σαν άνθρωπος;».

Και κείνα μ' ένα στόμα είπαν: «Μαμά, σαν Θεός!». Γιατί ήξεραν, το 'χαν μάθει καλά το μάθημα, ότι ο Θεός είναι Πατέρας καλοκάγαθος που όλα τα μοιράζει δίκαια. Και ήθελαν να απολαύσουν τη δίκαιη μοιρασιά του Θεού.Πήρε λοιπόν το καρβέλι η μάννα, το σταύρωσε, το ασπάστηκε με ευλάβεια (έτσι έκανε πάντα) και άρχισε μετά να κόβει με το χέρι της και να δίνει στο καθένα το μερίδιό του. Τα μικρά πεινασμένα άρπαξαν με λαχτάρα το ψωμάκι και έβαλαν την πρώτη μπουκιά κιόλας στο στόμα. Όμως η μάννα φρόντισε ν' αφήσει εκείνη την ημέρα περίσσευμα το μισό καρβέλι.

Τα μικρά τρώγοντας λοξοκοιτούσαν το ένα το άλλο αν κρατούσαν όλα την ίδια μερίδα. Είδαν μετά τη μητέρα τους που καλοδίπλωσε πίσω τους το υπόλοιπο μισό καρβέλι και το 'βαλε βιαστικά πάλι μέσα στο ταγάρι. Και εκείνα απορημένα ρώτησαν: «Μαμά, γιατί μας στέρησες τη δίκαιη μοιρασιά; Εμείς σου είπαμε να μας μοιράσεις το ψωμί σαν Θεός, όχι σαν άνθρωπος».
Κι εκείνη με σοβαρότητα απάντησε: «Καλά μου παιδιά, σαν Θεός σας το μοίρασα. Ο Θεός φροντίζει για όλα τα παιδιά του κόσμου, και για κείνα που δεν έχουν να φάνε. Το υπόλοιπο καρβέλι ο Θεός θέλει να το πάμε στα φτωχά παιδάκια».
Έκπληκτα άκουσαν τα μικρά το μεγάλο μάθημα για την αγάπη. Και έτρεξαν αμέσως με χαρά να βοηθήσουν στις φτωχογειτονιές του χωριού όσα παιδάκια δεν είχαν να φάνε. Κι αυτό δεν το 'καναν μόνο μία φορά...
Πέρασαν από τότε πολλά χρόνια. Δεν ζουν κείνες οι αγιασμένες μορφές που έζησαν στη φτώχεια αλλά ήταν τόσο πλούσιες.
Έφυγαν! Έφυγαν και μας άφησαν κληρονομιά βαριά, ατίμητη σε αξία, παράδειγμα ψυχής αρχοντικής, που ξέρει να αγαπά και να σκορπίζει όπως ο Θεός δώρα και καλοσύνες με δικαιοσύνη σε όλο τον κόσμο.

Τούτες τις μέρες πού την πατρίδα μας τη δέρνει η φτώχεια και η πείνα, η Χρυσούλα, η ώριμη γυναίκα, τα θυμήθηκε όλα. Και τα λέει στις φίλες της όλα όσα ζούσαν και έκαναν τότε οι παλιοί, οι φτωχοί οι δικοί μας πρόγονοι και... η δική της γιαγιά.
Σήμερα τα θυμήθηκε όλα ξανά καθώς είδε κάτω από την πόρτα του σπιτιού της προσκλητήριο αγάπης, τυπωμένο χαρτί από τον εφημέριο της ενορίας της, που έλεγε:
«Σήμερα κανένας να μη μείνει πεινασμένος στην ενορία μας. Βοήθησε και συ όσο μπορείς».
Βούρκωσε!... Είναι και αυτή πνιγμένη στα χρέη, όμως το ψωμί στο φτωχό θα το δίνει και αυτή. Ζυμωμένο από τα δικά της τα χέρια. Κάθε μέρα θα το πηγαίνει στον καλό τους ιερέα πού γνωρίζει καλά τα ανήμπορα σπίτια!...
 
http://agapienxristou.blogspot.com/2016/04/blog-post.html

Tuesday, June 12, 2018

Η Θεία Χάρις φεύγει από κατάκριση.... ( Γερόντισσα Μακρίνα )

Η Θεία Χάρις φεύγει από κατάκριση, θυμό, υπερηφάνεια και αισχρούς λογισμούς.
 Όταν αυτά τα προσέξει ο άνθρωπος, η Θεία Χάρις είναι μέσα στην ψυχή του ανθρώπου.


Γερόντισσα Μακρίνα

Friday, June 8, 2018

“Ἡ ψυχή μετά τόν θάνατο” ( Ἁγίου Ἰωάννου Μαξίμοβιτς )


(Ἀνάλυση τοῦ λόγου περί θανάτου τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Μαξίμοβιτς)

Οι πρώτες δύο ημέρες μετά το θάνατο

Για διάστημα δύο ημερών η ψυχή απολαύει σχετικής ελευθερίας και έχει δυνατότητα να επισκεφθεί τόπους που της ήταν προσφιλείς στο παρελθόν, αλλά την Τρίτη ημέρα μετακινείται σε άλλες σφαίρες.
Εδώ ο Αρχιεπίσκοπος Ιωάννης απλώς επαναλαμβάνει τη διδασκαλία που η Εκκλησία ήδη γνωρίζει από τον 4ο αιώνα, όταν ο άγγελος που συνόδευσε τον Αγ. Μακάριο Αλεξανδρείας στην έρημο, του είπε, θέλοντας να ερμηνεύσει την επιμνημόσυνη δέηση της Εκκλησίας για τους νεκρούς την Τρίτη ημέρα μετά θάνατο: «Όταν γίνεται η προσφορά της αναίμακτης θυσίας (μνημόσυνο στη θεία λειτουργία) στην Εκκλησία την τρίτη ημέρα, η ψυχή του κεκοιμημένου δέχεται από τον φύλακα άγγελο της ανακούφιση για τη λύπη που αισθάνεται λόγω του χωρισμού της από το σώμα… Στο διάστημα των δύο πρώτων ημερών επιτρέπεται στην ψυχή να περιπλανηθεί στον κόσμο, οπουδήποτε εκείνη επιθυμεί, με τη συντροφιά των αγγέλων που τη συνοδεύουν. Ως εκ τούτου η ψυχή, επειδή αγαπά το σώμα, μερικές φορές περιφέρεται στο οίκημα στο οποίο το σώμα της είχε σαβανωθεί, περνώντας έτσι δύο ημέρες όπως ένα πουλί που γυρεύει τη φωλιά του.Αλλά η ενάρετη ψυχή πλανιέται σε εκείνα τα μέρη στα οποία συνήθιζε να πράττει αγαθά έργα. Την τρίτη ημέρα, Εκείνος ο Οποίος ανέστη ο Ίδιος την τρίτη ημέρα από τους νεκρούς καλεί την ψυχή του Χριστιανού να μιμηθεί τη δική Του ανάσταση, να ανέλθει στους Ουρανούς όπου θα λατρεύει το Θεό όλων.»
Στην Ορθόδοξη νεκρώσιμη ακολουθία, ο Αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός περιγράφει παραστατικά την κατάσταση της ψυχής η οποία, έχοντας μεν αφήσει το σώμα αλλά παραμένοντας στη γη, είναι ανίκανη να επικοινωνήσει με τους αγαπημένους της τους οποίους βλέπει: «Οίμοι, οίον αγώνα έχει η ψυχή χωριζόμενη εκ του σώματος! Οίμοι, πόσα δακρύει τότε, και ουχ υπάρχει ο ελεών αυτήν! Προς τους αγγέλους τα όμματα ρέπουσα, άπρακτα καθικετεύει προς τους ανθρώπους τας χείρας εκτείνουσα, ουκ έχει τον βοηθούντα. Διό, αγαπητοί μου αδελφοί, εννοήσαντες ημών το βραχύ της ζωής, τω μεταστάντι την ανάπαυσιν, παρά Χριστού αιτησώμεθα, και ταις ψυχαίς ημών το μέγα έλεος».
Σε γράμμα του προς τον αδελφό μιας αποθνήσκουσας γυναίκας, ο Όσιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος γράφει: «Η αδελφή σου δεν θα πεθάνει. Το σώμα του ανθρώπου πεθαίνει, αλλά η προσωπικότητά του συνεχίζει να ζει. Απλώς μεταφέρεται σε μια άλλη τάξη ζωής… Δεν είναι εκείνη που θα βάλουν στον τάφο. Εκείνη βρίσκεται σε έναν άλλο τόπο όπου θα είναι θα είναι ακριβώς το ίδιο ζωντανή όσο και τώρα. Τις πρώτες ώρες και ημέρες θα βρίσκεται γύρω σου. Μόνο που δεν θα λέει τίποτα και εσύ δεν θα μπορείς να την δεις. Θα είναι όμως ακριβώς εδώ. Να το έχεις αυτό στο νου σου. Εμείς που μένουμε πίσω θρηνούμε για τους κεκοιμημένους, όμως για εκείνους τα πράγματα είναι αμέσως πιο εύκολα. Είναι πιο ευτυχισμένοι στη νέα κατάσταση. Όσοι έχουν πεθάνει και κατόπιν επαναφέρθηκαν στο σώμα διαπίστωσαν ότι το σώμα ήταν μια πολύ στενάχωρη κατοικία. Και η αδελφή σου θα αισθάνεται έτσι. Είναι πολύ καλύτερα εκεί, και εμείς νοιώθουμε οδύνη σαν να της έχει συμβεί κάτι απίστευτα κακό! Θα μας κοιτάζει και σίγουρα θα μένει κατάπληκτη με την αντίδρασή μας».
Θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι η ανωτέρω περιγραφή των πρώτων δύο ημερών του θανάτου αποτελεί γενικό κανόνα, ο οποίος κατά κανένα τρόπο δεν ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις. Πράγματι τα περισσότερα παραδείγματα από την Ορθόδοξη γραμματεία, δεν συνάδουν με αυτόν τον κανόνα, και ο λόγος είναι φανερός: οι άγιοι, μην έχοντας καμιά απολύτως προσκόλληση στα εγκόσμια και ζώντας σε διαρκή προσδοκία της αναχώρησής τους για την άλλη ζωή, δεν ελκύονται καν από τους τόπους όπου έπρατταν τα αγαθά τους έργα αλλά ξεκινούν αμέσως την άνοδο τους στους Ουρανούς. Άλλοι, ξεκινούν την άνοδο τους πριν το τέλος των δύο ημερών για κάποιον ειδικό λόγο που μόνον η Θεία Πρόνοια γνωρίζει. Από την άλλη οι σύγχρονες «μεταθανάτιες» εμπειρίες, ατελείς καθώς είναι, ανήκουν όλες στον εξής κανόνα: η «εξωσωματική» κατάσταση αποτελεί μόνο το ξεκίνημα της αρχικής περιόδου ασώματης «περιπλάνησης» της ψυχής στους τόπους των επιγείων δεσμών της. Όμως κανείς από αυτούς τους ανθρώπους δεν έχει παραμείνει νεκρός για αρκετό χρονικό διάστημα, έστω μέχρι να συναντήσει τους αγγέλους που πρόκειται να τον συνοδεύσουν.
Μερικοί επικριτές της Ορθόδοξης διδασκαλίας για την μετά θάνατον ζωή, θεωρούν ότι τέτοιες αποκλίσεις από το γενικό κανόνα για την μεταθανάτια εμπειρία αποδεικνύουν την ύπαρξη «αντιφάσεων» στην Ορθόδοξη διδασκαλία. Αυτοί οι επικριτές όμως είναι απλώς και μόνο προσκολλημένοι στις «κατά γράμμα» ερμηνείες. Η περιγραφή των πρώτων δύο ημερών, καθώς και των επομένων, σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί κάποια μορφή δόγματος. Είναι απλώς ένα «μοντέλο», το οποίο μάλιστα εκφράζει την πιο συνηθισμένη χρονική σειρά των εμπειριών της ψυχής μετά τον θάνατο. Οι πολλές περιπτώσεις, τόσο στην Ορθόδοξη γραμματεία όσο και στις αναφορές σύγχρονων σχετικών εμπειριών, όπου οι νεκροί έχουν στιγμιαία εμφανιστεί στους ζωντανούς μέσα στην πρώτη ή τις δύο πρώτες ημέρες μετά το θάνατο, μερικές φορές σε όνειρα, είναι παραδείγματα που επαληθεύουν το ότι όντος η ψυχή συνήθως παραμένει κοντά στη γη για κάποια σύντομη χρονική περίοδο. Κατά την τρίτη ημέρα, και συχνά πιο πριν, η περίοδος αυτή φθάνει στο τέλος της.

Τα τελώνια

Την ώρα αυτή (την τρίτη ημέρα), η ψυχή διέρχεται από λεγεώνες πονηρών πνευμάτων που παρεμποδίζουν την πορεία της και την κατηγορούν για διάφορες αμαρτίες, στις οποίες αυτά τα ίδια την είχαν παρασύρει. Σύμφωνα με διάφορες θεϊκές αποκαλύψεις υπάρχουν είκοσι τέτοια εμπόδια, τα επονομαζόμενα «τελώνια», σε καθένα από τα οποία περνά από δοκιμασία κάθε μορφή αμαρτίας. Η ψυχή αφού περάσει από ένα τελώνιο, συναντά το επόμενο, και μόνον αφού έχει διέλθει επιτυχώς από όλα τα τελώνια μπορεί αν συνεχίσει την πορεία της χωρίς να απορριφθεί βιαίως στη γέεννα. Το πόσο φοβεροί είναι αυτοί οι δαίμονες και τα τελώνια τους φένεται στο γεγονός ότι η ίδια η Παναγία, όταν πληροφορήθηκε από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ τον επικείμενο θάνατο Της, ικέτευσε τον Υιό Της να διασώσει την ψυχή Της από αυτούς τους δαίμονες και απαντώντας στην προσευχή Της, ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός εμφανίστηκε από τους Ουρανούς για να παραλάβει την ψυχή της Πάναγνου Μητρός Του και να την οδηγήσει στους Ουρανούς. Φοβερή είναι πράγματι, η τρίτη ημέρα για την ψυχή του απελθόντος, και για το λόγο αυτό η ψυχή έχει ιδιαίτερη ανάγκη τότε από προσευχές για την σωτηρία της.
Σύντομα, μετά τον θάνατο, η ψυχή πράγματι βιώνει μια κρίση, τη Μερική Κρίση, ως τελική συγκεφαλαίωση του «αοράτου πολέμου» που έχει διεξαγάγει ή που απέτυχε να διεξαγάγει, στην επίγεια ζωή κατά τω πεπτωκότων πνευμάτων. Συνεχίζοντας την επιστολή του προς τον αδελφό της αποθνήσκουσας γυναίκας, ο Όσιος Θεοφάνης ο έγκλειστος γράφει: «Λίγο μετά το θάνατο, η ψυχή αρχίζει έναν αγώνα για να καταφέρει να διέλθει από τα τελώνια. Στον αγώνα της η αδελφή σου χρειάζεται βοήθεια! Θα πρέπει να στρέψεις όλη σου την προσοχή και όλη σου την αγάπη γι’ αυτήν στο πως θα την βοηθήσεις. Πιστεύω πως η μεγαλύτερη έμπρακτη απόδειξη της αγάπης σου θα είναι να αφήσεις την φροντίδα του νεκρού της σώματος στους άλλους, να αποχωρήσεις και, μένοντας μόνος σου οπουδήποτε μπορείς, να βυθιστείς σε προσευχή για την ψυχή της, για τη νέα κατάσταση στην οποία βρίσκεται και για τις καινούριες, απροσδόκητες ανάγκες της. Συνέχισε την ακατάπαυστη ικεσία σου στον Θεό για έξι εβδομάδες και περισσότερο. Όταν πέθανε η Οσία Θεοδώρα, το σακούλι από το οποίο πήραν χρυσό οι άγγελοι για να τη γλιτώσουν από τα τελώνια ήταν οι προσευχές του πνευματικού της πατέρα. Έτσι θα γίνει και με τις δικές σου προσευχές. Μην παραλείψεις να κάνεις όσα σου είπα. Αυτό είναι η πραγματική αγάπη.»
Το «σακούλι» από το οποίο πήραν «χρυσό» οι άγγελοι και «εξόφλησαν τα χρέη» της Οσίας Θεοδώρας στα τελώνια έχει συχνά παρανοηθεί από κάποιους επικριτές της Ορθόδοξης διδασκαλίας. Μερικές φορές συγκρίνεται με τη λατινική έννοια του «πλεονάσματος χάριτος» των αγίων. Στην περίπτωση αυτή, τέτοιοι επικριτές ερμηνεύουν κατά γράμμα τα Ορθόδοξα κείμενα. Σε τίποτε άλλο δεν αναφέρεται το παραπάνω απόσπασμα παρά στις προσευχές της Εκκλησίας για τους αναπαυθέντες και ειδικότερα στις προσευχές ενός αγίου ανθρώπου και πνευματικού πατέρα. Είναι σχεδόν περιττό να πούμε ότι όλες αυτές οι περιγραφές έχουν μεταφυσική έννοια. Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί τη διδασκαλία περί τελωνίων τόσο σημαντική, ώστε έχει συμπεριλάβει σχετικές αναφορές σε πολλές από τις ακολουθίες της, μερικές εκ των οποίων αναφέρονται στο κεφάλαιο περί τελωνίων. Ειδικότερα, η Εκκλησία θεωρεί ιδιαιτέρως απαραίτητο να συνοδεύει με αυτήν τη διδασκαλία κάθε τέκνο της που αποθνήσκει. Στον «Κανόνα για την Αναχώρηση της Ψυχής», που διαβάζεται από τον ιερέα στο νεκρικό κρεβάτι κάθε πιστού, υπάρχουν τα παρακάτω τροπάρια:
«Καθώς φεύγω από τη γη, αξίωσέ με να διέλθω ανεμπόδιστα από τον άρχοντα του αέρα, το διώκτη και βασανιστή, εκείνον που ως άδικος ανακριτής στέκεται πάνω στους φοβερούς δρόμους». (4η Ωδή)
«Ω Πανένδοξε Θεοτόκε, οδήγησέ με εις τους Ουρανούς, στα ιερά και πολύτιμα χέρια των αγίων αγγέλων ώστε, προστατευμένος μέσα στα φτερά τους, να μην αντικρύσω τη ρυπαρή, αποκρουστική και σκοτεινή μορφή των δαιμόνων». (6η Ωδή)
«Ω Αγία Θεοτόκε, Εσύ η Οποία γέννησες τον Παντοδύναμο Κύριο, απομάκρυνε από εμένα τον άρχοντα των φοβερών τελωνίων, τον κυβερνήτη του κόσμου, όταν φθάσει η στιγμή του θανάτου μου, ώστε να Σε δοξολογώ αιωνίως». (8η Ωδή)
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα λόγια της Εκκλησίας προετοιμάζουν τον αποθνήσκοντα Ορθόδοξο Χριστιανό για τις δοκιμασίες που θα συναντήσει μπροστά του.

Οι σαράντα ημέρες

Κατόπιν, έχοντας επιτυχώς διέλθει από τα τελώνια και υποκλιθεί βαθιά ενώπιον του Θεού, η ψυχή για διάστημα τριάντα επτά επιπλέον ημερών επισκέπτεται τις ουράνιες κατοικίες και τις αβύσσους της κολάσεως, μη γνωρίζοντας ακόμα που θα παραμείνει, και μόνον την τεσσαρακοστή ημέρα καθορίζεται η θέση στην οποία θα βρίσκεται μέχρι την ανάσταση των νεκρών.
Σίγουρα δεν είναι παράξενο ότι η ψυχή, έχοντας διέλθει από τα τελώνια και παύσει μια για πάντα κάθε σχέση με τα επίγεια, εισάγεται στον αληθινά άλλο κόσμο, σε ένα τμήμα του οποίου θα παραμείνει αιωνίως. Σύμφωνα με την αποκάλυψη του Αγγέλου στον Αγ. Μακάριο Αλεξανδρείας, η ειδική επιμνημόσυνη δέηση υπέρ των απελθόντων την ένατη ημέρα μετά τον θάνατο (πέραν του γενικού συμβολισμού των εννέα αγγελικών ταγμάτων) πραγματοποιείται επειδή μέχρι τότε παρουσιάζονται στην ψυχή τα θαυμάσια του Παραδείσου, και μόνον κατόπιν αυτού, για το υπόλοιπο των σαράντα ημερών, της παρουσιάζονται τα μαρτύρια και τα φρικτά της κολάσεως, πριν τοποθετηθεί την τεσσαρακοστή ημέρα στη θέση στην οποία θα αναμένει την ανάσταση των νεκρών και την Τελική Κρίση. Θα πρέπει και πάλι να τονίσουμε ότι οι αναφερόμενοι αριθμοί αποτελούν γενικό κανόνα ή «μοντέλο» της μεταθανάτιας πραγματικότητας, και αναμφισβήτητα δεν ολοκληρώνουν όλες οι ψυχές των απελθόντων την πορεία τους ακριβώς σύμφωνα με τον «κανόνα». Γνωρίζουμε σαφώς ότι η Οσία Θεοδώρα, στην πραγματικότητα, ολοκλήρωσε το «γύρο της κολάσεως» ακριβώς την τεσσαρακοστή ημέρα, σύμφωνα με τη γήινη μέτρηση του χρόνου.

Η κατάσταση των ψυχών μέχρι την Τελική Κρίση

Μερικές ψυχές βρίσκονται (μετά τις σαράντα ημέρες) σε μια κατάσταση πρόγευσης της αιώνιας αγαλλίασης και μακαριότητας, ενώ άλλες σε μια κατάσταση τρόμου εξαιτίας των αιωνίων μαρτυρίων τα οποία θα υποστούν πλήρως μετά την Τελική Κρίση. Μέχρι τότε εξακολουθεί να υπάρχει δυνατότητα αλλαγής της κατάστασής τους, ιδιαιτέρως μέσω της υπέρ αυτών προσφοράς της Αναίμακτης Θυσίας (μνημόσυνο στη Θεία Λειτουργία), και παρομοίως μέσω άλλων προσευχών.
Τα οφέλη της προσευχής, τόσο της κοινής όσο και της ατομικής για τις ψυχές που βρίσκονται στην κόλαση, έχουν περιγραφεί σε πολλούς βίους Αγίων και ασκητών καθώς και σε Πατερικά κείμενα. Στο βίο της μάρτυρος του 3ου αιώνα Περπετούας, για παράδειγμα, διαβάζουμε ότι η κατάσταση της ψυχής του αδελφού της Δημοκράτη της αποκαλύφθηκα με την εικόνα μιας στέρνας γεμάτης νερό, η οποία ήταν όμως τόσο ψηλά που δεν μπορούσε να τη φτάσει από τον ρυπαρό, καυτό τόπο όπου ήταν περιορισμένος. Χάρη στην ολόθερμη προσευχή της Περπετούας επί μία ολόκληρη ημέρα και νύχτα ο Δημοκράτης έφτασε τη στέρνα και τον είδε να βρίσκεται σε έναν φωτεινό τόπο. Από αυτό η Περπετούα κατάλαβε ότι ο αδελφός της είχε απελευθερωθεί από τα δεινά της κολάσεως.
Στο βίο μιας ασκήτριας που πέθανε μόλις τον 20ο αιώνα αναφέρεται μια παρόμοια περίπτωση. Πρόκειται για τη Οσία Αθανασία (Αναστασία Λογκάτσεβα), πνευματική θυγατέρα του Οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ. Όπως διαβάζουμε στο βίο της: «Η Αναστασία είχε έναν αδελφό που τον έλεγαν Παύλο. Ο Παύλος κάποτε ήταν μεθυσμένος και κρεμάστηκε. Κι η Αναστασία αποφάσισε να προσευχηθεί πολύ για τον αδελφό της. Μετά το θάνατο του, η Αναστασία πήγε στο μοναστήρι Ντιβέγιεβο, του Οσίου Σεραφείμ, για να μάθει τι ακριβώς έπρεπε να κάνει, ώστε να βελτιωθεί η κατάσταση του αδελφού της, ο οποίος έδωσε τέλος στη ζωή του με τρόπο δυσσεβή και ατιμωτικό… Ήθελε να συναντήσει την Πελαγία Ιβάνοβνα και να ζητήσει τη συμβουλή της… Η Αναστασία επισκέφθηκε την Πελαγία. Εκείνη της είπε να κλειστεί στο κελί της σαράντα μέρες, να προσευχηθεί και να νηστέψει για τον αδελφό της και κάθε μέρα να λέει εκατόν πενήντα φορές: «Υπεραγία Θεοτόκε, ανάπαυσον τον δούλον σου.»
Όταν συμπληρώθηκαν οι σαράντα ημέρες, η Αναστασία είδε ένα όραμα. Βρέθηκε μπροστά σε μία άβυσσο. Στο βάθος της ήταν ένας βράχος από αίμα. Πάνω στο βράχο κείτονταν δύο άνδρες με σιδερένιες αλυσίδες στο λαιμό τους. Ο ένας ήταν ο αδελφός της.
Η Αναστασία διηγήθηκε το όραμα στην Πελαγία και κείνη της είπε να συνεχίσει την νηστεία και την προσευχή.
Τελείωσαν κι άλλες σαράντα ημέρες με νηστεία και προσευχή κι η Αναστασία είδε το ίδιο όραμα. Η ίδια άβυσσος κι ο βράχος πάνω στον οποίο βρίσκονταν οι δύο άνδρες με αλυσίδες στο λαιμό τους. Αυτή τη φορά όμως ο αδελφός της ήταν όρθιος. Περπατούσε πάνω στο βράχο, έπεφτε και ξανασηκωνόταν. Οι αλυσίδες ήταν ακόμα στο λαιμό του.
Η Πελαγία Ιβάνοβνα, στην οποία κατέφυγε και πάλι η Αναστασία, της είπε να επαναλάβει την ίδια άσκηση για Τρίτη φορά.
Όταν τελείωσε και το τρίτο σαρανταήμερο της νηστείας και της προσευχής, η Αναστασία ξαναείδε το ίδιο όραμα. Η ίδια άβυσσος, ο ίδιος βράχος. Τώρα όμως πάνω στο βράχο ήταν μόνο ένας άνδρας, αγνωστός της. Ο αδελφός της είχε απελευθερωθεί από τα δεσμά. Δε φαίνονταν πουθενά. Ο άγνωστος άνδρας ακούστηκε να λέει: «Είσαι τυχερός εσύ. Έχεις πολύ ισχυρούς μεσίτες στη γη.»
Η Αναστασία ανέφερε στην Πελαγία Ιβάνοβνα το τρίτο όραμά της και εκείνη της απάντησε:
«Ο αδελφός σου λυτρώθηκε από τα βάσανα. Δεν μπήκε όμως στη μακαριότητα του Παραδείσου.»
Πολλά παρόμοια περιστατικά αναφέρονται σε βίους Ορθοδόξων Αγίων και ασκητών. Σε περίπτωση που κάποιος έχει την τάση να ερμηνεύει κατά γράμμα τέτοια οράματα, ίσως θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι βεβαίως οι εικόνες με τις οποίες εμφανίζονται τέτοια οράματα, συνήθως σε όνειρα, δεν «φωτογραφίζουν» κατ’ ανάγκη τον τρόπο ύπαρξης της ψυχής μετά τον θάνατο. Πρόκειται περισσότερο για εικόνες οι οποίες μεταβιβάζουν την πνευματική αλήθεια της βελτιώσεως της καταστάσεως της ψυχής στον άλλο κόσμο χάρη στις προσευχές εκείνων που παραμένουν στον κόσμο τούτο.

Ἁγίου Ἰωάννου Μαξίμοβιτς 
 
http://agapienxristou.blogspot.com/2016/07/blog-post_30.html

Tuesday, June 5, 2018

Ὁ φιλάργυρος μαζεύει, γιὰ νὰ τὰ βροῦν οἱ ἄλλοι ( Άγιος Παϊσιος Αγιορείτης )


– Γέροντα, εἶναι δυὸ ἀδελφάκια· τὸ μικρὸ δίνει, ἐνῶ τὸ μεγάλο δὲν δίνει. – Νὰ μάθουν οἱ γονεῖς καὶ στὸ μεγάλο νὰ γλυκαίνεται ἀπὸ τὸ νὰ δίνη. Ἂν τὸ μεγάλο δουλέψη πάνω σ᾿ αὐτό, θὰ ἔχη μεγαλύτερο μισθὸ ἀπὸ τὸ μικρὸ ποὺ ἀπὸ τὴν φύση του δίνει, καὶ θὰ γίνη καλύτερο. 
– Γέροντα, πῶς θὰ ἀπαλλαγῆ κανεὶς ἀπὸ τὴν στενότητα τῆς καρδιᾶς, ἀπὸ τὴν δυσκολία ποὺ ἔχει νὰ δίνη; – Τί, εἶσαι τσιγγούνα; Θὰ σὲ πετάξω ἔξω! Καὶ στὴν διακονία, λ.χ. ὅταν εἶσαι στὸ ἀρχονταρίκι, νὰ πάρης μιὰ γενικὴ εὐλογία, γιὰ νὰ μπορῆς νὰ δίνης. Βλέπεις καὶ ὁ Θεὸς πόσο ἄφθονα δίνει σὲ ὅλους τὶς εὐλογίες Του; Ἂν δὲν συνηθίση νὰ δίνη κανείς, μαθαίνει στὴν τσιγγουνιὰ καὶ δυσκολεύεται μετὰ νὰ δώση. Ὁ φιλάργυρος εἶναι «κουμπαρᾶς»· μαζεύει αὐτός, γιὰ νὰ τὰ βροῦν οἱ ἄλλοι. Χάνει ἔτσι τὴν χαρὰ τοῦ δοσίματος καὶ τὴν θεία ἀνταπόδοση. Λέω σὲ ἕναν πλούσιο μιὰ φορά: «Τί τὰ μαζεύεις; Ὑποχρεώσεις δὲν ἔχεις. Τί θὰ τὰ κάνης;». «Ἐδῶ θὰ μείνουν, μοῦ λέει, ὅταν πεθάνω». «Ἐγὼ σοῦ δίνω εὐλογία, τοῦ λέω, νὰ τὰ πάρης ἐπάνω ὅλα!». «Ἐδῶ θὰ μείνουν, ξαναλέει. Ἅμα πεθάνω, ἂς τὰ πάρουν οἱ ἄλλοι». «Ἔμ, ἐδῶ θὰ μείνουν, τοῦ λέω. 
Ὁ σκοπὸς εἶναι νὰ τὰ δώσης μὲ τὰ ἴδια σου τὰ χέρια τώρα ποὺ ζῆς!». Δὲν ὑπάρχει πιὸ ἀνόητος ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν πλεονέκτη, ποὺ μαζεύει συνέχεια καὶ ζῆ συνέχεια μὲ στέρηση καὶ τελικὰ ἀγοράζει τὴν κόλαση μὲ τὶς συγκεντρωμένες του οἰκονομίες. Τὸ ἔχει τελείως χαμένο, γιατὶ δὲν δίνει καὶ χάνεται μὲ ὑλικὰ πράγματα, ὁπότε χάνει τὸν Χριστό. Τὸν τσιγγούνη τὸν κοροϊδεύουν καὶ οἱ ἄλλοι. Ἦταν ἕνας πολὺ πλούσιος κτηματίας· εἶχε χωράφια σὲ μιὰ ἐπαρχία, εἶχε καὶ στὴν Ἀθήνα διαμερίσματα, ἀλλὰ ἦταν πολὺ τσιγγούνης. 
Μιὰ φορὰ ἔφτιαξε μιὰ χύτρα φασολάδα τελείως νερουλή, γιὰ νὰ φᾶνε οἱ ἐργάτες ποὺ δούλευαν στὰ χωράφια του. Παλιὰ δούλευαν οἱ καημένοι ἀπὸ τὸ πρωί, πρὶν βγῆ ὁ ἥλιος, μέχρι νὰ βασιλέψη. 
Τὸ μεσημέρι ποὺ σταμάτησαν λίγο, γιὰ νὰ ξεκουρασθοῦν, ἄδειασε τὸ ἀφεντικὸ μέσα σὲ ἕναν ταβᾶ τὴν φασολάδα καὶ φώναξε τοὺς ἐργάτες νὰ φᾶνε. Κάθησαν γύρω‐γύρω οἱ καημένοι οἱ ἐργάτες καὶ ἄρχισαν νὰ τρῶνε· πότε ἔπιαναν μὲ τὸ κουτάλι ἀπὸ κανένα φασόλι, πότε μόνον ζουμί! 
Ἕνας ἐργάτης ἦταν πολὺ πειραχτήρι. Ἀφήνει τὸ κουτάλι του καὶ πάει παραπέρα. Βγάζει τὶς ἀρβύλες του, τὶς κάλτσες του καὶ προχωράει νὰ μπῆ μέσα στὸν ταβᾶ. «Τί κάνεις;», τοῦ λένε οἱ ἄλλοι. «Λέω νὰ μπῶ μέσα, μήπως πιάσω κανένα φασόλι!», τοὺς λέει. Τόσο τσιγγούνης ἦταν ἐκεῖνος ὁ ταλαίπωρος. Γι᾿ αὐτό, χίλιες φορὲς νὰ τὸν κυριέψη ἡ σπατάλη τὸν ἄνθρωπο παρὰ ἡ τσιγγουνιά. – Ἡ τσιγγουνιὰ εἶναι ἀρρώστια, Γέροντα.
 – Πολὺ μεγάλη ἀρρώστια! Ἅμα κυριέψη τὸν ἄνθρωπο ἡ τσιγγουνιά, μεγαλύτερη ἀρρώστια δὲν ὑπάρχει. Ἡ οἰκονομία καλὴ εἶναι, ἀλλὰ νὰ προσέξη κανεὶς νὰ μὴν τὸν κυριέψη σιγὰ‐σιγὰ ὁ πειρασμὸς μὲ τὴν τσιγγουνιά. – 
Μερικοί, Γέροντα, ἀπὸ τὴν τσιγγουνιὰ μένουν νηστικοί. – Μόνον νηστικοί; Ἦταν ἕνας ἔμπορος πλούσιος ποὺ εἶχε ἕνα μεγάλο ἐμπορικὸ καὶ ἔκοβε μὲ τὸν σουγιὰ στὰ τρία ἐκεῖνα τὰ σπίρτα τὰ πλακέ! 
Μιὰ ἄλλη πολὺ πλούσια εἶχε ἕνα θειαφοκέρι· κρατοῦσε κάρβουνα καὶ ἔπαιρνε μὲ τὸ θειαφοκέρι , ἀπὸ τὰ κάρβουνα νὰ ἀνάψη τὴν φωτιά, γιὰ νὰ μὴν ξοδέψη κανένα σπίρτο. Καὶ εἶχε σπίτια, κτήματα, μεγάλη περιουσία. Δὲν λέω νὰ εἶναι κανεὶς σπάταλος, ἀλλὰ τοὐλάχιστον, ὅταν κάποιος εἶναι σπάταλος, ἂν τοῦ ζητήσης κάτι, εὔκολα θὰ σοῦ τὸ δώση. Ἂν εἶναι τσιγγούνης, θὰ λυπᾶται νὰ σοῦ τὸ δώση. 
Ἦταν μιὰ φορὰ δυὸ νοικοκυρὲς καὶ συζητοῦσαν στὴν γειτονιὰ γιὰ σαλάτες, γιὰ ξίδια καὶ πάνω στὴν συζήτηση εἶπε ἡ μία: «Ἔχω πολὺ καλὸ ξίδι». Μιὰ φορὰ χρειάσθηκε ἡ ἄλλη ἡ φουκαριάρα λίγο ξίδι καὶ πῆγε νὰ τῆς ζητήση. «Ἄκου ἐδῶ, τῆς λέει ἐκείνη, ἐγώ, ἂν τὸ ἔδινα, δὲν θὰ εἶχα ξίδι ἑπτὰ χρόνων!». Καλὰ εἶναι νὰ κάνη οἰκονομία κανεὶς καὶ νὰ δίνη. Οἰκονόμος δὲν θὰ πῆ τσιγγούνης. Ὁ πατέρας μου χρήματα δὲν κρατοῦσε. Στὰ Φάρασα δὲν εἶχαν ξενοδοχεῖο· τὸ σπίτι μας ἦταν σὰν ξενοδοχεῖο. Ὅποιος ἐρχόταν στὸ χωριό, στὸν πρόεδρο θὰ πήγαινε νὰ μείνη. Θὰ ἔτρωγε, θὰ τοῦ ἔπλεναν τὰ πόδια, θὰ τοῦ ἔδιναν καὶ κάλτσες καθαρές. 
Τώρα, βλέπω ὅτι καὶ σὲ μερικὰ προσκυνήματα ἔχουν ἀποθῆκες ὁλόκληρες μὲ κανδήλια καὶ δὲν λένε: «Ἔχουμε, μὴ μᾶς δίνετε ἄλλα». Αὐτὰ οὔτε μποροῦν νὰ τὰ χρησιμοποιήσουν οὔτε νὰ τὰ πουλήσουν, ἀλλὰ οὔτε καὶ τὰ δίνουν. Ὅταν ἀρχίση νὰ μαζεύη κανείς, δένεται καὶ δὲν μπορεῖ νὰ δώση. Ἂν ὅμως ἀρχίση νὰ μὴ μαζεύη πράγματα καὶ τὰ δίνη, τότε θὰ μαζευτῆ ἡ καρδιὰ στὸν Χριστό, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβη. 
Μιὰ χήρα νὰ μὴν ἔχη χρήματα νὰ ἀγοράση ἕναν πήχυ ὕφασμα νὰ ντύση τὰ παιδιά της, καὶ ἐγὼ νὰ μαζεύω! Πῶς νὰ τὸ ἀνεχθῶ αὐτό; Στὸ Καλύβι δὲν ἔχω οὔτε πιάτα οὔτε κατσαρόλια· τενεκεδάκια ἔχω. Προτιμῶ ἕνα πεντακοσάρικο νὰ τὸ δώσω σὲ ἕναν φοιτητή, νὰ πάη ἀπὸ τὸ ἕνα μοναστήρι στὸ ἄλλο, παρὰ νὰ πάρω κάτι γιὰ μένα. Ἂν δὲν μαζεύης, ἔχεις εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεό. Ὅταν δίνης εὐλογία, παίρνεις εὐλογία. Ἡ εὐλογία γεννάει εὐλογία. 
ΓΕΡΟΝΤΟΣ  ΠΑΪΣΙΟΥ  ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ 
 ΛΟΓΟΙ  Β’ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ 
 
ΙΕΡΟΝ  ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ  «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ  ΙΩΑΝΝΗΣ  Ο  ΘΕΟΛΟΓΟΣ» ΣΟΥΡΩΤΗ  ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ  1999