Εν
Πειραιεί 24-7-2013
Πρωτοπρεσβ. π. Άγγελος Αγγελακόπουλος εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς
Βρισκόμαστε εν όψει της περιόδου του ιερού Δεκαπενταυγούστου και της μεγάλης Θεομητορικής εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, του Πάσχα του καλοκαιριού. Με την ευκαιρία αυτή κρίνεται πνευματικώς ωφέλιμο να επικεντρώσουμε την προσοχή μας στον τρόπο, που θα πρέπει να εορτάσουμε αυτή την μεγάλη εορτή οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Ποιές είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις του εορτάζειν; Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος μάς προτρέπει να εορτάσουμε όχι πανηγυρικώς, αλλά θεϊκώς και πνευματικώς˙ όχι κοσμικώς και φιληδόνως, αλλ’ υπερκοσμίως και Αγγελικώς. Και κυρίως οφείλουμε να εορτάσουμε με Ορθοδοξία (ορθή πίστη) και με ορθοπραξία (ορθή ζωή). Σε διαφορετική περίπτωση θα ακούσουμε τον Κύριό μας Ιησού Χριστό και την Παναγία Μητέρα Του να μας λένε με αποστροφή και αγανάκτηση: «μεμίσηκα, ἀπῶσμαι ἑορτὰς ὑμῶν καὶ οὐ μὴ ὀσφρανθῶ θυσίας ἐν ταῖς πανηγύρεσιν ὑμῶν·» (Αμώς 5, 21).
Όταν γίνεται λόγος περί του Ορθοδόξως εορτάζειν, εννοείται ότι θα πρέπει να έχουμε σωστή, ορθή, ορθόδοξη και όχι διαστρεβλωμένη πίστη περί του προσώπου της Παναγίας και ότι θα πρέπει να γνωρίζουμε την δογματική ιδίως διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας περί της Θεοτόκου έναντι των αιρέσεων. Γι’αυτό θά παρουσιάσουμε τίς δογματικές διαφορές της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της αιρέσεως του Παπισμού σχετικά μέ τήν Υπεραγία Θεοτόκο.
Μεταξύ των αιρέσεων, που διαστρέφουν την διδασκαλία της Εκκλησίας για το πρόσωπο της Παναγίας μας, η αίρεση του Παπισμού είναι η μεγαλύτερη.
Κατ’αρχήν, οφείλουμε νά τονίσουμε ότι η δογματική διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας γιά τήν Θεοτόκο συνδέεται στενότατα μέ τήν διδασκαλία της γιά τόν Χριστό, μέ τό χριστολογικό δόγμα. Εξαιτίας του Θεανθρώπου Χριστού η Μαρία έγινε Θεοτόκος. Όλα τά έργα και τίς αρετές της τίς οφείλει η Παναγία στόν Γλυκύτατο Υιό της. Χριστός και Θεοτόκος δέν χωρίζονται˙ Μήτηρ και Υιός δέν διαιρούνται. Γι’αυτό και βλέπουμε σχεδόν πάντοτε στίς εικόνες της Παναγίας ότι αυτή δέν απεικονίζεται ποτέ μόνη της, αλλά πάντοτε κρατώντας στίς αγκάλες της ή φέροντας εντός της κοιλίας της τό παιδίον Ιησούν, ο οποίος είναι ο Σωτήρ του κόσμου. Ως εξ αυτού, στήν Ορθόδοξη Εκκλησία ποτέ δέν αναπτύχθηκε η διδασκαλία περί της Θεοτόκου ξεχωριστά και αυτόνομα από τήν διδασκαλία περί του Χριστού.
Αντιθέτως, οι αιρετικοί Παπικοί τόνισαν υπερβολικά τό πρόσωπο της Θεοτόκου, αυτονομώντας το σημαντικά από τήν Χριστολογία της Εκκλησίας. Έτσι, ανέπτυξαν ανεξάρτητη μαριολογία, η οποία περιλαμβάνει νέα και αιρετικά δόγματα γιά τήν Θεοτόκο.
Μεταξύ των καινοφανών και αιρετικών δογμάτων του Παπισμού συγκατελέγεται και η διδασκαλία, το επίσημο μαριολογικό δόγμα περί της «ασπίλου συλλήψεως (immaculata conseptio) της Θεοτόκου». Σύμφωνα μ’αυτό, η Θεοτόκος, επειδή προοριζόταν νά γεννήσει τόν Θεό Λόγο, ο οποίος θα σαρκωνόταν απ’αυτή, έπρεπε νά είναι παντελώς αναμάρτητη˙ διδάσκουν γι’αυτό ότι ήταν απαλλαγμένη όχι μόνο των προσωπικών αμαρτιών, αλλά και αυτού του προπατορικού αμαρτήματος, το οποίο μεταδίδεται με την φυσική γέννηση σε όλους τους ανθρώπους. Γι’αυτό μέ τήν πρόνοια του Θεού συνελήφθη μεν ως καρπός πατρός και μητρός από τους γονείς της, τους αγίους Ιωακείμ και Άννα, όμως, «ασπίλως», χωρίς να της μεταδοθεί το προπατορικό αμάρτημα. Οι Παπικοί, χρησιμοποιώντας τον αγαπητό σ’αυτούς ορθολογισμό, σχολαστικισμό και το δικανικό πνεύμα, ισχυρίζονται ότι ο Θεός θα μπορούσε να γεννηθεί και να σαρκωθεί μόνο από μια Θεά και όχι από μία κοινή θνητή γυναίκα. Γι’αυτό και έχουν αναγάγει την Παναγία στη σφαίρα της Θεότητος, την θεωρούν Θεά.
Η περί ασπίλου συλλήψεως της Θεοτόκου διδασκαλία των Παπικών εισήχθη τόν 12ο αιώ. από δύο Βρετανούς μοναχούς, τούς Έντμερ και Όσμπερτ και περί τό 1140 στή Λυών θεσπίσθηκε σχετική εορτή. Η διδασκαλία αυτή καλλιεργήθηκε στούς επομένους αιώνες και τήν 8η -12 - 1854 ο Πάπας Πίος ο Θ΄ τήν ανήγαγε σέ δόγμα. Τήν διδασκαλία τους στηρίζουν στό χωρίο του κατά Λουκάν αγίου Ευαγγελίου κεφ. 1, στίχ. 28, πού λέει «Χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία», παρερμηνεύοντας τη λέξη «κεχαριτωμένη» και ισχυριζόμενοι ότι σημαίνει αναμάρτητη. Δηλ. η Θεοτόκος ήταν αναμάρτητη, επειδή ήταν πεπληρωμένη χαρίτων. Η ορθή, όμως, ερμηνεία είναι «να χαίρεσαι, εσύ Μαρία, διότι έλαβες μεγάλη και εξαιρετική Χάρι από τον Θεό, διότι είσαι γεμάτη από την Χάριν του Θεού» (ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΟΛΙΤΣΑΡΑΣ, Η Καινή Διαθήκη. Κείμενον - ερμηνευτική απόδοσις, εκδ. Αδελφότης Θεολόγων η «Ζωή», Αθήναι 2007, σ. 203.). Τό δόγμα τους αυτό διαπιστώνεται πρακτικώς από τόν τρόπο μέ τόν οποίο κάνουν οι Παπικοί τόν «σταυρό» τους, δηλ. μέ τά τέσσερα δάκτυλα, τά οποία συμβολίζουν τόν Θεό Πατέρα, τόν Χριστό, τήν Παναγία ως Θεά και τόν Πάπα ως βικάριο, αντιπρόσωπο του Θεού στή γη, αλάθητο και πρώτο, σε πλήρη αντίθεση με τους Ορθοδόξους, οι οποίοι διδαχθήκαμε να κάνουμε τον σταυρό μας με τα τρία δάκτυλα, τα οποία συμβολίζουν την Αγία Τριάδα, το Τριαδολογικό δόγμα, τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιον Πνεύμα.
Σύμφωνα, όμως, με την Ορθόδοξη διδασκαλία, η Θεοτόκος, ως καρπός ανδρός καί γυναικός, ήταν φορέας του προπατορικού αμαρτήματος, δέν ήταν απαλλαγμένη από τό προπατορικό αμάρτημα, τό οποίο μεταδίδεται με την φυσική γέννηση και στούς εκ κοιλίας μητρός ηγιασμένους, επομένως και στήν Κυρία Θεοτόκο. Κατά τόν Απ. Παύλο «πάντες ἥμαρτον» (Ρωμ. 5, 12), μέ τήν παράβαση των πρωτοπλάστων, δηλ. οι πάντες κατεστάθησαν αμαρτωλοί και γεννήθηκαν σέ κατάσταση αμαρτωλότητας, ακόμη και οι εκ κοιλίας μητρός ηγιασμένοι, διότι, σύμφωνα μέ τόν προφητάνακτα Δαβίδ «ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου» (Ψαλμ. 50, 7).
Κατά τήν επίσκεψή της στήν αγία Ελισάβετ, η Θεοτόκος ανεφώνησε εν Πνεύματι Αγίω και είπε˙ «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον καὶ ἠγαλλίασε τὸ πνεῦμά μου ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ σωτῆρί μου» (Λουκ. 1, 47). Η Θεοτόκος θεωρεί τόν Θεό και δικό της Σωτήρα. Και Θεός είναι τό εν τη κοιλία της κυοφορούμενο. Τί είναι κατά Θεόν σωτηρία; Η απαλλαγή από καταδικαστικές ενοχές. Και πώς σώθηκε η Μαρία; Μέ τήν απαλλαγή από τό προπατορικό αμάρτημα. Η Θεοτόκος καθαρίσθηκε από το προπατορικό αμάρτημα, όταν τήν επεσκίασε τό Άγιον Πνεύμα κατά τόν Ευαγγελισμό. Μέ άλλα λόγια και η Μητέρα του Θεού είχε ανάγκη σωτηρίας.
Επομένως, η Ορθόδοξος Εκκλησία πιστεύει ότι η Θεοτόκος έφερε τό προπατορικό αμάρτημα και καθαρίσθηκε υπό του Αγίου Πνεύματος, όταν τήν επεσκίασε, γιά νά γεννήσει τόν Χριστό. Οι όποιες προσωπικές αμαρτίες και αδυναμίες της δέν σκιάζουν, ούτε ελαττώνουν τήν αγιότητά της. Θά είναι πάντοτε Παναγία η Παρθένος (ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΟΚΟΡΗΣ, Παπικές πλάνες ˙σύντομος έλεγχος και ανασκευή, σσ. 81-84.).
Σύμφωνα με τον ομότιμο καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, αιδεσιμολογιώτατο πρωτοπρεσβύτερο π. Θεόδωρο Ζήση, «η αιρετική αυτή διδασκαλία περί της «ασπίλου συλλήψεως της Θεοτόκου» απορριπτόταν επί αιώνες και από μεγάλους παπικούς θεολόγους, όπως π.χ. τον Θωμά Ακινάτη, διότι δεν έχει κανένα έρεισμα στην Αγία Γραφή και την Πατερική Παράδοση.
Πέραν των ανωτέρω, το δόγμα περί της «ασπίλου συλλήψεως της Θεοτόκου» των Παπικών προσβάλλει την μοναδικότητα της υπερφυούς Γεννήσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Μόνο ο Χριστός γεννήθηκε ασπίλως και διέκοψε την διαδοχική μετάδοση του προπατορικού αμαρτήματος, που μεταδίδεται με την φυσική γέννηση, διότι η δική Του σύλληψη δεν ήταν φυσική, αλλά υπερφυσική, δεν συνελήφθη εκ θελήματος και εκ της συναφείας ανδρός και γυναικός, αλλά ασπόρως «εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου». Η Υπεραγία Θεοτόκος ήταν «απείρανδρος» και «απειρόγαμος», δεν είχε δηλ. πείρα ανδρός και γάμου. Ήταν ακόμη και «άνανδρος», δεν είχε σύζυγο, άνδρα. Ο άγιος Ιωσήφ ο Μνήστωρ ήταν απλώς προστάτης και κηδεμόνας, γι’αυτό και όταν διεπίστωσε ότι ήταν έγκυος, μη γνωρίζοντας ακόμη την θαυμαστή εκ Πνεύματος Αγίου σύλληψη, σκέφθηκε να την διώξει, «ἐβουλήθη λάθρᾳ ἀπολῦσαι αὐτήν» (Ματθ. 1, 18-19). Η Θεοτόκος γέννησε κατά θαυμαστό τρόπο, ενώ ήταν παρθένος. Αλλά και μετά τον τόκο παρέμεινε επίσης παρθένος. Τριπάρθενος και αειπάρθενος, προ του τόκου, εν τω τόκω και μετά τον τόκον.
Δεν συνέβη το ίδιο και με την σύλληψη και γέννηση της Υπεραγίας Θεοτόκου. Γεννήθηκε βέβαια με θαύμα από στείρους και ηλικιωμένους γονείς, τους αγίους Ιωακείμ και Άννα. Κατά τα άλλα, όμως, όλα ήταν φυσικά. Υπήρξε συνάφεια ανδρός και γυναικός, συζυγία και σπορά. Η Θεοπρομήτωρ Άννα δεν ήταν απείρανδρος, απειρόγαμος και άνανδρος ούτε παρθένος. Είχε σύζυγο τον άγιο Ιωακείμ. Η σύλληψη της Υπεραγίας Θεοτόκου δεν ήταν άσπορος, αλλά εκ σπέρματος του πατρός της Ιωακείμ, όπως όλων των ανθρώπων. Γι’αυτό και μεταδόθηκε και σ’αυτή το προπατορικό αμάρτημα. Η μόνη άσπιλος και υπερφυής σύλληψη είναι η εκ Πνεύματος Αγίου και άνευ σποράς σύλληψη και γέννηση του Θεανθρώπου Χριστού εκ της Παρθένου Μαρίας. Είναι ο μόνος αναμάρτητος καθ’όλα, ο τελείως και απολύτως αναμάρτητος. Η Υπεραγία Θεοτόκος είναι σχετικώς αναμάρτητη, επειδή μετέχει του προπατορικού αμαρτήματος» (ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Ύμνος της εορτής της Κοιμήσεως εισηγείται την «άσπιλον σύλληψιν»; Θεοδρομία ΙΒ2 (Απρίλιος-Ιούνιος 2010) σσ. 199-200).
Σύμφωνα μέ τόν καθηγούμενο της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Ορους πανοσιολογιώτατο αρχιμανδρίτη π. Γεώργιο Καψάνη, «οι Παπικοί διακηρύσσοντας ως δόγμα τήν άσπιλο σύλληψη της Παναγίας, δέν κατανοούν ότι μέ αυτό τήν ξεχωρίζουν από τό ανθρώπινο γένος, γεγονός πού έχει σωτηριολογικές συνέπειες γιά τήν ανθρωπότητα. Εάν η Παρθένος έφερε άλλη φύση, τότε ο Κύριος, προσλαμβάνοντας τήν ανθρώπινη φύση απ’αυτή, θέωσε άλλη φύση και όχι τήν κοινή όλων των ανθρώπων φύση» (ΑΡΧΙΜ.ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ, Ορθοδοξία και Ρωμαιοκαθολικισμός, σ. 37).
Παρά ταύτα, ενώπιον μιάς τόσο σαφούς εκκλησιαστικής διδασκαλίας, η οποία υποστηρίζεται και από πολλούς παπικούς θεολόγους, ο πάπας Πίος ο Θ΄, όπως είπαμε, δεν δειλίασε, αλλά αυθαιρέτως και εγωϊστικώς καινοτομώντας, ύψωσε σε δόγμα το 1854 την περί «ασπίλου συλλήψεως» διδασκαλία, προσθέτοντας κι άλλη αίρεση στις πολλές άλλες αιρέσεις του Παπισμού. Από πολλούς ειδικούς ερευνητές υποστηρίζεται ότι η ενέργεια αυτή προετοίμαζε την άλλη φοβερή αίρεση και πλάνη του Παπισμού, το «αλήθητο» του πάπα, το οποίο δογμάτισε μετά από λίγο η Α΄ Βατικάνεια σύνοδος το 1870. Ήθελε, δηλ. το Βατικανό να δείξει ότι ο πάπας δεν δεσμεύεται ούτε από την Αγία Γραφή ούτε από την Πατερική Παράδοση και μπορεί να δογματίσει και εναντίον αυτών, γιατί είναι «αλάθητος».
Έτερο αιρετικό δόγμα του Παπισμού σχετικά μέ τήν Θεοτόκο είναι τό δόγμα περί της «ενσώματης αναλήψεως της Θεοτόκου», τό οποίο καθιερώθηκε τό 1950 επί Πάπα Πίου του ΙΒ΄. Τό δόγμα αυτό είναι φυσική συνέπεια του πρώτου δόγματος της «ασπίλου συλλήψεως της Θεοτόκου». Αφού δηλ. η Παναγία ήταν απηλλαγμένη από τό προπατορικό αμάρτημα και είναι, κατ’αυτούς, Θεά, δέν ήταν δυνατόν νά πεθάνει, νά υποστεί σωματικό θάνατο, χωρισμό ψυχής και σώματος, αλλά αναλήφθηκε σωματικώς.
Η Ορθόδοξος, όμως, Εκκλησία κάνει λόγο γιά Κοίμηση της Θεοτόκου, δηλ. πραγματικό θάνατο, χωρισμό ψυχής και σώματος, και γιά Μετάσταση της Θεοτόκου, δηλ. Ανάσταση, ένωση ψυχής και σώματος, και Ανάληψη κοντά στόν Υιό της. Αυτό αποτελεί μία κατά Χάριν ενέργεια του Θεού, για να διαφύγει η Θεοτόκος την διαφθορά του θανάτου, και μία κατά πρόληψη πραγμάτωση της Αναστάσεως. Άλλωστε, τόσο ο ιερός Αυγουστίνος όσο και ο Θωμάς Ακινάτης και άλλοι λατίνοι διδάσκαλοι δέν δέχονται ότι η Θεοτόκος ήταν απαλλαγμένη από τό προπατορικό αμάρτημα, γι’αυτό και ήταν αναπόφευκτος και ο φυσικός θάνατός της.
Παραλλήλως, καλλιεργούνται σέ δογματικό επίπεδο από τούς Παπικούς οι διδασκαλίες γιά τήν Θεοτόκο ως συμμεσίτριας και συλλυτρώτριας από τόν 14ο αιώ. , δηλ. ότι Θεοτόκος, ως Θεά, μπορεί από μόνη της να μεσιτεύσει και να λυτρώσει τον άνθρωπο, όπως ο Χριστός, αλλά και ανεξαρτήτως αυτού. Οι διδασκαλίες, όμως, αυτές των Παπικών αντίκεινται σαφώς πρός τήν Αγία Γραφή, η οποία επισημαίνει ότι «πάντες γὰρ ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, δικαιούμενοι δωρεὰν τῇ αὐτοῦ χάριτι διὰ τῆς ἀπολυτρώσεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Ρωμ. 3, 23-24 και ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, Δυτική θεολογία και πνευματικότητα, σσ. 36-37 και ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΟΚΟΡΗΣ, Παπικές πλάνες σύντομος έλεγχος και ανασκευή, σσ. 81-84).
Τέλος, σύμφωνα με τον αείμνηστο και μακαριστό πανοσιολογιώτατο αρχιμανδρίτη κυρό Χαράλαμπο Βασιλόπουλο, οι Παπικοί τολμούν να αμφισβητούν ακόμη και τόν τόπο κοιμήσεως και ταφής της Θεομήτορος. Όπως όλοι γνωρίζουμε, σύμφωνα μέ τήν ιστορία, τήν παράδοση και τήν υμνογραφία της Εκκλησίας μας, η Θεοτόκος κοιμήθηκε και τάφηκε στά Ιεροσόλυμα, στήν Γεθσημανή. Αυτό το ψάλλουμε και στο εξαποστειλάριο της εορτής της Κοιμήσεως, αλλά και στις ιερές παρακλήσεις του Δεκαπενταυγούστου. «Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενδάθε, Γεθσημανή τω χωρίω, κηδεύσατέ μου το σώμα, και συ Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το Πνεύμα». Οι Παπικοί, όμως, υποστηρίζουν αμάρτυρα ότι η Παναγία έζησε και τάφηκε, όχι στά Ιεροσόλυμα, στήν Γεθσημανή, αλλά στήν Έφεσο. Και αυτό τό στηρίζουν σέ κάποιο όνειρο μιας φραγκοκαλόγριας, πού είδε τόν περασμένο αιώνα. Οι δέ Τούρκοι τό δέχθηκαν ευχαρίστως, χάριν του τουρισμού τους
Πρωτοπρεσβ. π. Άγγελος Αγγελακόπουλος εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς
Βρισκόμαστε εν όψει της περιόδου του ιερού Δεκαπενταυγούστου και της μεγάλης Θεομητορικής εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, του Πάσχα του καλοκαιριού. Με την ευκαιρία αυτή κρίνεται πνευματικώς ωφέλιμο να επικεντρώσουμε την προσοχή μας στον τρόπο, που θα πρέπει να εορτάσουμε αυτή την μεγάλη εορτή οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Ποιές είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις του εορτάζειν; Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος μάς προτρέπει να εορτάσουμε όχι πανηγυρικώς, αλλά θεϊκώς και πνευματικώς˙ όχι κοσμικώς και φιληδόνως, αλλ’ υπερκοσμίως και Αγγελικώς. Και κυρίως οφείλουμε να εορτάσουμε με Ορθοδοξία (ορθή πίστη) και με ορθοπραξία (ορθή ζωή). Σε διαφορετική περίπτωση θα ακούσουμε τον Κύριό μας Ιησού Χριστό και την Παναγία Μητέρα Του να μας λένε με αποστροφή και αγανάκτηση: «μεμίσηκα, ἀπῶσμαι ἑορτὰς ὑμῶν καὶ οὐ μὴ ὀσφρανθῶ θυσίας ἐν ταῖς πανηγύρεσιν ὑμῶν·» (Αμώς 5, 21).
Όταν γίνεται λόγος περί του Ορθοδόξως εορτάζειν, εννοείται ότι θα πρέπει να έχουμε σωστή, ορθή, ορθόδοξη και όχι διαστρεβλωμένη πίστη περί του προσώπου της Παναγίας και ότι θα πρέπει να γνωρίζουμε την δογματική ιδίως διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας περί της Θεοτόκου έναντι των αιρέσεων. Γι’αυτό θά παρουσιάσουμε τίς δογματικές διαφορές της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της αιρέσεως του Παπισμού σχετικά μέ τήν Υπεραγία Θεοτόκο.
Μεταξύ των αιρέσεων, που διαστρέφουν την διδασκαλία της Εκκλησίας για το πρόσωπο της Παναγίας μας, η αίρεση του Παπισμού είναι η μεγαλύτερη.
Κατ’αρχήν, οφείλουμε νά τονίσουμε ότι η δογματική διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας γιά τήν Θεοτόκο συνδέεται στενότατα μέ τήν διδασκαλία της γιά τόν Χριστό, μέ τό χριστολογικό δόγμα. Εξαιτίας του Θεανθρώπου Χριστού η Μαρία έγινε Θεοτόκος. Όλα τά έργα και τίς αρετές της τίς οφείλει η Παναγία στόν Γλυκύτατο Υιό της. Χριστός και Θεοτόκος δέν χωρίζονται˙ Μήτηρ και Υιός δέν διαιρούνται. Γι’αυτό και βλέπουμε σχεδόν πάντοτε στίς εικόνες της Παναγίας ότι αυτή δέν απεικονίζεται ποτέ μόνη της, αλλά πάντοτε κρατώντας στίς αγκάλες της ή φέροντας εντός της κοιλίας της τό παιδίον Ιησούν, ο οποίος είναι ο Σωτήρ του κόσμου. Ως εξ αυτού, στήν Ορθόδοξη Εκκλησία ποτέ δέν αναπτύχθηκε η διδασκαλία περί της Θεοτόκου ξεχωριστά και αυτόνομα από τήν διδασκαλία περί του Χριστού.
Αντιθέτως, οι αιρετικοί Παπικοί τόνισαν υπερβολικά τό πρόσωπο της Θεοτόκου, αυτονομώντας το σημαντικά από τήν Χριστολογία της Εκκλησίας. Έτσι, ανέπτυξαν ανεξάρτητη μαριολογία, η οποία περιλαμβάνει νέα και αιρετικά δόγματα γιά τήν Θεοτόκο.
Μεταξύ των καινοφανών και αιρετικών δογμάτων του Παπισμού συγκατελέγεται και η διδασκαλία, το επίσημο μαριολογικό δόγμα περί της «ασπίλου συλλήψεως (immaculata conseptio) της Θεοτόκου». Σύμφωνα μ’αυτό, η Θεοτόκος, επειδή προοριζόταν νά γεννήσει τόν Θεό Λόγο, ο οποίος θα σαρκωνόταν απ’αυτή, έπρεπε νά είναι παντελώς αναμάρτητη˙ διδάσκουν γι’αυτό ότι ήταν απαλλαγμένη όχι μόνο των προσωπικών αμαρτιών, αλλά και αυτού του προπατορικού αμαρτήματος, το οποίο μεταδίδεται με την φυσική γέννηση σε όλους τους ανθρώπους. Γι’αυτό μέ τήν πρόνοια του Θεού συνελήφθη μεν ως καρπός πατρός και μητρός από τους γονείς της, τους αγίους Ιωακείμ και Άννα, όμως, «ασπίλως», χωρίς να της μεταδοθεί το προπατορικό αμάρτημα. Οι Παπικοί, χρησιμοποιώντας τον αγαπητό σ’αυτούς ορθολογισμό, σχολαστικισμό και το δικανικό πνεύμα, ισχυρίζονται ότι ο Θεός θα μπορούσε να γεννηθεί και να σαρκωθεί μόνο από μια Θεά και όχι από μία κοινή θνητή γυναίκα. Γι’αυτό και έχουν αναγάγει την Παναγία στη σφαίρα της Θεότητος, την θεωρούν Θεά.
Η περί ασπίλου συλλήψεως της Θεοτόκου διδασκαλία των Παπικών εισήχθη τόν 12ο αιώ. από δύο Βρετανούς μοναχούς, τούς Έντμερ και Όσμπερτ και περί τό 1140 στή Λυών θεσπίσθηκε σχετική εορτή. Η διδασκαλία αυτή καλλιεργήθηκε στούς επομένους αιώνες και τήν 8η -12 - 1854 ο Πάπας Πίος ο Θ΄ τήν ανήγαγε σέ δόγμα. Τήν διδασκαλία τους στηρίζουν στό χωρίο του κατά Λουκάν αγίου Ευαγγελίου κεφ. 1, στίχ. 28, πού λέει «Χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία», παρερμηνεύοντας τη λέξη «κεχαριτωμένη» και ισχυριζόμενοι ότι σημαίνει αναμάρτητη. Δηλ. η Θεοτόκος ήταν αναμάρτητη, επειδή ήταν πεπληρωμένη χαρίτων. Η ορθή, όμως, ερμηνεία είναι «να χαίρεσαι, εσύ Μαρία, διότι έλαβες μεγάλη και εξαιρετική Χάρι από τον Θεό, διότι είσαι γεμάτη από την Χάριν του Θεού» (ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΟΛΙΤΣΑΡΑΣ, Η Καινή Διαθήκη. Κείμενον - ερμηνευτική απόδοσις, εκδ. Αδελφότης Θεολόγων η «Ζωή», Αθήναι 2007, σ. 203.). Τό δόγμα τους αυτό διαπιστώνεται πρακτικώς από τόν τρόπο μέ τόν οποίο κάνουν οι Παπικοί τόν «σταυρό» τους, δηλ. μέ τά τέσσερα δάκτυλα, τά οποία συμβολίζουν τόν Θεό Πατέρα, τόν Χριστό, τήν Παναγία ως Θεά και τόν Πάπα ως βικάριο, αντιπρόσωπο του Θεού στή γη, αλάθητο και πρώτο, σε πλήρη αντίθεση με τους Ορθοδόξους, οι οποίοι διδαχθήκαμε να κάνουμε τον σταυρό μας με τα τρία δάκτυλα, τα οποία συμβολίζουν την Αγία Τριάδα, το Τριαδολογικό δόγμα, τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιον Πνεύμα.
Σύμφωνα, όμως, με την Ορθόδοξη διδασκαλία, η Θεοτόκος, ως καρπός ανδρός καί γυναικός, ήταν φορέας του προπατορικού αμαρτήματος, δέν ήταν απαλλαγμένη από τό προπατορικό αμάρτημα, τό οποίο μεταδίδεται με την φυσική γέννηση και στούς εκ κοιλίας μητρός ηγιασμένους, επομένως και στήν Κυρία Θεοτόκο. Κατά τόν Απ. Παύλο «πάντες ἥμαρτον» (Ρωμ. 5, 12), μέ τήν παράβαση των πρωτοπλάστων, δηλ. οι πάντες κατεστάθησαν αμαρτωλοί και γεννήθηκαν σέ κατάσταση αμαρτωλότητας, ακόμη και οι εκ κοιλίας μητρός ηγιασμένοι, διότι, σύμφωνα μέ τόν προφητάνακτα Δαβίδ «ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου» (Ψαλμ. 50, 7).
Κατά τήν επίσκεψή της στήν αγία Ελισάβετ, η Θεοτόκος ανεφώνησε εν Πνεύματι Αγίω και είπε˙ «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον καὶ ἠγαλλίασε τὸ πνεῦμά μου ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ σωτῆρί μου» (Λουκ. 1, 47). Η Θεοτόκος θεωρεί τόν Θεό και δικό της Σωτήρα. Και Θεός είναι τό εν τη κοιλία της κυοφορούμενο. Τί είναι κατά Θεόν σωτηρία; Η απαλλαγή από καταδικαστικές ενοχές. Και πώς σώθηκε η Μαρία; Μέ τήν απαλλαγή από τό προπατορικό αμάρτημα. Η Θεοτόκος καθαρίσθηκε από το προπατορικό αμάρτημα, όταν τήν επεσκίασε τό Άγιον Πνεύμα κατά τόν Ευαγγελισμό. Μέ άλλα λόγια και η Μητέρα του Θεού είχε ανάγκη σωτηρίας.
Επομένως, η Ορθόδοξος Εκκλησία πιστεύει ότι η Θεοτόκος έφερε τό προπατορικό αμάρτημα και καθαρίσθηκε υπό του Αγίου Πνεύματος, όταν τήν επεσκίασε, γιά νά γεννήσει τόν Χριστό. Οι όποιες προσωπικές αμαρτίες και αδυναμίες της δέν σκιάζουν, ούτε ελαττώνουν τήν αγιότητά της. Θά είναι πάντοτε Παναγία η Παρθένος (ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΟΚΟΡΗΣ, Παπικές πλάνες ˙σύντομος έλεγχος και ανασκευή, σσ. 81-84.).
Σύμφωνα με τον ομότιμο καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, αιδεσιμολογιώτατο πρωτοπρεσβύτερο π. Θεόδωρο Ζήση, «η αιρετική αυτή διδασκαλία περί της «ασπίλου συλλήψεως της Θεοτόκου» απορριπτόταν επί αιώνες και από μεγάλους παπικούς θεολόγους, όπως π.χ. τον Θωμά Ακινάτη, διότι δεν έχει κανένα έρεισμα στην Αγία Γραφή και την Πατερική Παράδοση.
Πέραν των ανωτέρω, το δόγμα περί της «ασπίλου συλλήψεως της Θεοτόκου» των Παπικών προσβάλλει την μοναδικότητα της υπερφυούς Γεννήσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Μόνο ο Χριστός γεννήθηκε ασπίλως και διέκοψε την διαδοχική μετάδοση του προπατορικού αμαρτήματος, που μεταδίδεται με την φυσική γέννηση, διότι η δική Του σύλληψη δεν ήταν φυσική, αλλά υπερφυσική, δεν συνελήφθη εκ θελήματος και εκ της συναφείας ανδρός και γυναικός, αλλά ασπόρως «εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου». Η Υπεραγία Θεοτόκος ήταν «απείρανδρος» και «απειρόγαμος», δεν είχε δηλ. πείρα ανδρός και γάμου. Ήταν ακόμη και «άνανδρος», δεν είχε σύζυγο, άνδρα. Ο άγιος Ιωσήφ ο Μνήστωρ ήταν απλώς προστάτης και κηδεμόνας, γι’αυτό και όταν διεπίστωσε ότι ήταν έγκυος, μη γνωρίζοντας ακόμη την θαυμαστή εκ Πνεύματος Αγίου σύλληψη, σκέφθηκε να την διώξει, «ἐβουλήθη λάθρᾳ ἀπολῦσαι αὐτήν» (Ματθ. 1, 18-19). Η Θεοτόκος γέννησε κατά θαυμαστό τρόπο, ενώ ήταν παρθένος. Αλλά και μετά τον τόκο παρέμεινε επίσης παρθένος. Τριπάρθενος και αειπάρθενος, προ του τόκου, εν τω τόκω και μετά τον τόκον.
Δεν συνέβη το ίδιο και με την σύλληψη και γέννηση της Υπεραγίας Θεοτόκου. Γεννήθηκε βέβαια με θαύμα από στείρους και ηλικιωμένους γονείς, τους αγίους Ιωακείμ και Άννα. Κατά τα άλλα, όμως, όλα ήταν φυσικά. Υπήρξε συνάφεια ανδρός και γυναικός, συζυγία και σπορά. Η Θεοπρομήτωρ Άννα δεν ήταν απείρανδρος, απειρόγαμος και άνανδρος ούτε παρθένος. Είχε σύζυγο τον άγιο Ιωακείμ. Η σύλληψη της Υπεραγίας Θεοτόκου δεν ήταν άσπορος, αλλά εκ σπέρματος του πατρός της Ιωακείμ, όπως όλων των ανθρώπων. Γι’αυτό και μεταδόθηκε και σ’αυτή το προπατορικό αμάρτημα. Η μόνη άσπιλος και υπερφυής σύλληψη είναι η εκ Πνεύματος Αγίου και άνευ σποράς σύλληψη και γέννηση του Θεανθρώπου Χριστού εκ της Παρθένου Μαρίας. Είναι ο μόνος αναμάρτητος καθ’όλα, ο τελείως και απολύτως αναμάρτητος. Η Υπεραγία Θεοτόκος είναι σχετικώς αναμάρτητη, επειδή μετέχει του προπατορικού αμαρτήματος» (ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Ύμνος της εορτής της Κοιμήσεως εισηγείται την «άσπιλον σύλληψιν»; Θεοδρομία ΙΒ2 (Απρίλιος-Ιούνιος 2010) σσ. 199-200).
Σύμφωνα μέ τόν καθηγούμενο της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Ορους πανοσιολογιώτατο αρχιμανδρίτη π. Γεώργιο Καψάνη, «οι Παπικοί διακηρύσσοντας ως δόγμα τήν άσπιλο σύλληψη της Παναγίας, δέν κατανοούν ότι μέ αυτό τήν ξεχωρίζουν από τό ανθρώπινο γένος, γεγονός πού έχει σωτηριολογικές συνέπειες γιά τήν ανθρωπότητα. Εάν η Παρθένος έφερε άλλη φύση, τότε ο Κύριος, προσλαμβάνοντας τήν ανθρώπινη φύση απ’αυτή, θέωσε άλλη φύση και όχι τήν κοινή όλων των ανθρώπων φύση» (ΑΡΧΙΜ.ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ, Ορθοδοξία και Ρωμαιοκαθολικισμός, σ. 37).
Παρά ταύτα, ενώπιον μιάς τόσο σαφούς εκκλησιαστικής διδασκαλίας, η οποία υποστηρίζεται και από πολλούς παπικούς θεολόγους, ο πάπας Πίος ο Θ΄, όπως είπαμε, δεν δειλίασε, αλλά αυθαιρέτως και εγωϊστικώς καινοτομώντας, ύψωσε σε δόγμα το 1854 την περί «ασπίλου συλλήψεως» διδασκαλία, προσθέτοντας κι άλλη αίρεση στις πολλές άλλες αιρέσεις του Παπισμού. Από πολλούς ειδικούς ερευνητές υποστηρίζεται ότι η ενέργεια αυτή προετοίμαζε την άλλη φοβερή αίρεση και πλάνη του Παπισμού, το «αλήθητο» του πάπα, το οποίο δογμάτισε μετά από λίγο η Α΄ Βατικάνεια σύνοδος το 1870. Ήθελε, δηλ. το Βατικανό να δείξει ότι ο πάπας δεν δεσμεύεται ούτε από την Αγία Γραφή ούτε από την Πατερική Παράδοση και μπορεί να δογματίσει και εναντίον αυτών, γιατί είναι «αλάθητος».
Έτερο αιρετικό δόγμα του Παπισμού σχετικά μέ τήν Θεοτόκο είναι τό δόγμα περί της «ενσώματης αναλήψεως της Θεοτόκου», τό οποίο καθιερώθηκε τό 1950 επί Πάπα Πίου του ΙΒ΄. Τό δόγμα αυτό είναι φυσική συνέπεια του πρώτου δόγματος της «ασπίλου συλλήψεως της Θεοτόκου». Αφού δηλ. η Παναγία ήταν απηλλαγμένη από τό προπατορικό αμάρτημα και είναι, κατ’αυτούς, Θεά, δέν ήταν δυνατόν νά πεθάνει, νά υποστεί σωματικό θάνατο, χωρισμό ψυχής και σώματος, αλλά αναλήφθηκε σωματικώς.
Η Ορθόδοξος, όμως, Εκκλησία κάνει λόγο γιά Κοίμηση της Θεοτόκου, δηλ. πραγματικό θάνατο, χωρισμό ψυχής και σώματος, και γιά Μετάσταση της Θεοτόκου, δηλ. Ανάσταση, ένωση ψυχής και σώματος, και Ανάληψη κοντά στόν Υιό της. Αυτό αποτελεί μία κατά Χάριν ενέργεια του Θεού, για να διαφύγει η Θεοτόκος την διαφθορά του θανάτου, και μία κατά πρόληψη πραγμάτωση της Αναστάσεως. Άλλωστε, τόσο ο ιερός Αυγουστίνος όσο και ο Θωμάς Ακινάτης και άλλοι λατίνοι διδάσκαλοι δέν δέχονται ότι η Θεοτόκος ήταν απαλλαγμένη από τό προπατορικό αμάρτημα, γι’αυτό και ήταν αναπόφευκτος και ο φυσικός θάνατός της.
Παραλλήλως, καλλιεργούνται σέ δογματικό επίπεδο από τούς Παπικούς οι διδασκαλίες γιά τήν Θεοτόκο ως συμμεσίτριας και συλλυτρώτριας από τόν 14ο αιώ. , δηλ. ότι Θεοτόκος, ως Θεά, μπορεί από μόνη της να μεσιτεύσει και να λυτρώσει τον άνθρωπο, όπως ο Χριστός, αλλά και ανεξαρτήτως αυτού. Οι διδασκαλίες, όμως, αυτές των Παπικών αντίκεινται σαφώς πρός τήν Αγία Γραφή, η οποία επισημαίνει ότι «πάντες γὰρ ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, δικαιούμενοι δωρεὰν τῇ αὐτοῦ χάριτι διὰ τῆς ἀπολυτρώσεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Ρωμ. 3, 23-24 και ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, Δυτική θεολογία και πνευματικότητα, σσ. 36-37 και ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΟΚΟΡΗΣ, Παπικές πλάνες σύντομος έλεγχος και ανασκευή, σσ. 81-84).
Τέλος, σύμφωνα με τον αείμνηστο και μακαριστό πανοσιολογιώτατο αρχιμανδρίτη κυρό Χαράλαμπο Βασιλόπουλο, οι Παπικοί τολμούν να αμφισβητούν ακόμη και τόν τόπο κοιμήσεως και ταφής της Θεομήτορος. Όπως όλοι γνωρίζουμε, σύμφωνα μέ τήν ιστορία, τήν παράδοση και τήν υμνογραφία της Εκκλησίας μας, η Θεοτόκος κοιμήθηκε και τάφηκε στά Ιεροσόλυμα, στήν Γεθσημανή. Αυτό το ψάλλουμε και στο εξαποστειλάριο της εορτής της Κοιμήσεως, αλλά και στις ιερές παρακλήσεις του Δεκαπενταυγούστου. «Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενδάθε, Γεθσημανή τω χωρίω, κηδεύσατέ μου το σώμα, και συ Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το Πνεύμα». Οι Παπικοί, όμως, υποστηρίζουν αμάρτυρα ότι η Παναγία έζησε και τάφηκε, όχι στά Ιεροσόλυμα, στήν Γεθσημανή, αλλά στήν Έφεσο. Και αυτό τό στηρίζουν σέ κάποιο όνειρο μιας φραγκοκαλόγριας, πού είδε τόν περασμένο αιώνα. Οι δέ Τούρκοι τό δέχθηκαν ευχαρίστως, χάριν του τουρισμού τους
(ΑΡΧΙΜ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ο βίος
της Παναγίας, σσ. 103-106 και ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ, Επιστολή
προς την Α.Θ.Π., τον Αρχιεπίσκοπον Κων/λεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικόν
Πατριάρχην κ. Βαρθολομαίον Α΄, Πειραιεύς 27-6-2013, σσ. 58-59).
Από τήν παρουσίαση των διαφορών της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της αιρέσεως του Παπισμού σχετικά μέ τήν Υπεραγία Θεοτόκο, εύκολα διαπιστώνει κανείς τίς γιγαντιαίες, χαώδεις και αβυσσαλέες δογματικές διαφορές, πού υπάρχουν μεταξύ μας. Στήν αιρετική παρασυναγωγή του Παπισμού κυριαρχεί ο ορθολογισμός, ο σχολαστικισμός, η παρερμηνεία, ο εγωισμός και τό πνεύμα της πλάνης, δηλ. του Αντιχρίστου. Η Ορθόδοξος, όμως, Εκκλησία, η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, η μόνη και αποκλειστική κιβωτός σωτηρίας, κρατά απαραχάρακτη και ανόθευτη τήν «ἅπαξ παραδοθείσῃ τοῖς ἁγίοις πίστει» (Ιούδ. 3). Ας είμαστε πάρα πολύ προσεκτικοί, ιδίως σήμερα, τήν εποχή της συγχύσεως των πάντων, του δογματικού μινιμαλισμού και της παναιρέσεως του διαχριστιανικού και διαθρησκειακού οικουμενισμού, ας ενστερνισθούμε τήν Ορθόδοξη διδασκαλία, ας εγκεντρισθούμε στήν Ορθόδοξη Εκκλησία και τέλος ας ικετεύσουμε τήν Κυρία Θεοτόκο νά πρεσβεύει στόν Υιό της και Θεό μας μέ τίς Θεομητορικές της πρεσβείες νά μας ελεήσει, νά μας σώσει και νά μας αξιώσει της Βασιλείας των Ουρανών, του Παραδείσου.
Από τήν παρουσίαση των διαφορών της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της αιρέσεως του Παπισμού σχετικά μέ τήν Υπεραγία Θεοτόκο, εύκολα διαπιστώνει κανείς τίς γιγαντιαίες, χαώδεις και αβυσσαλέες δογματικές διαφορές, πού υπάρχουν μεταξύ μας. Στήν αιρετική παρασυναγωγή του Παπισμού κυριαρχεί ο ορθολογισμός, ο σχολαστικισμός, η παρερμηνεία, ο εγωισμός και τό πνεύμα της πλάνης, δηλ. του Αντιχρίστου. Η Ορθόδοξος, όμως, Εκκλησία, η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, η μόνη και αποκλειστική κιβωτός σωτηρίας, κρατά απαραχάρακτη και ανόθευτη τήν «ἅπαξ παραδοθείσῃ τοῖς ἁγίοις πίστει» (Ιούδ. 3). Ας είμαστε πάρα πολύ προσεκτικοί, ιδίως σήμερα, τήν εποχή της συγχύσεως των πάντων, του δογματικού μινιμαλισμού και της παναιρέσεως του διαχριστιανικού και διαθρησκειακού οικουμενισμού, ας ενστερνισθούμε τήν Ορθόδοξη διδασκαλία, ας εγκεντρισθούμε στήν Ορθόδοξη Εκκλησία και τέλος ας ικετεύσουμε τήν Κυρία Θεοτόκο νά πρεσβεύει στόν Υιό της και Θεό μας μέ τίς Θεομητορικές της πρεσβείες νά μας ελεήσει, νά μας σώσει και νά μας αξιώσει της Βασιλείας των Ουρανών, του Παραδείσου.