Την ρώτησε στη συνέχεια ο Θεός Πατέρας: «Τι θα ήθελες τώρα Κόρη Μου να δεις πρώτα απ’ όλα και να χαρείς;» Ξέρετε τι ζήτησε σαν πρώτη χάρη; Να επισκεφθεί τους τόπους της κόλασης! Παραξενεύτηκαν οι Προφήτες! Παραξενεύτηκαν οι Δίκαιοι! Παραξενεύτηκαν οι Άγγελοι! Το μόνο που ζήτησε να δει, ήταν τον τόπο εκεί που βασανίζονται οι ψυχές εκείνες που δεν φέρθηκαν σωστά στο Θεό και Τον πλήγωσαν βαθιά και με πολλές αμαρτίες στερήθηκαν την αιώνια ζωή. Δεν της χάλασε το χατίρι ο Θεός, μόνο που τώρα άγγελοι και άγιοι την συνόδευαν στην πρώτη της διαδρομή, στο Βασίλειο του Άδη, εκεί που οι ψυχές είναι θλιμμένες και ταλαιπωρημένες.
Και όταν μπήκε στου Άδη το Βασίλειο, τρόμαξαν οι δαίμονες με το φως που έλαμπε και φοβισμένοι έκαναν στην άκρη. Και Εκείνη προχώρησε να δει όλους τους τόπους της κόλασης. Και τον πρώτο που ζήτησε να δει ξέρετε ποιος ήταν; Ποιος μπορείτε να φανταστείτε ότι ήταν; Τον πρώτο που ζήτησε να δει ήταν τον ταλαίπωρο Ιούδα που πρόδωσε τον Γιό της και ικέτευσε το Θεό να τον σπλαχνισθεί.
Όταν την είδαν και την άκουσαν όλοι οι αμαρτωλοί μέσα στις φωτιές του Άδη, άνοιξαν τα στόματα τους και με ικετευτική φωνή όλοι φώναζαν και ικέτευαν και παρακαλούσαν: «Μητέρα του Θεού, σώσε μας του αμαρτωλούς». Για πρώτη φορά είδαν όλοι οι Άγγελοι και οι Προφήτες τα μάτια της τόσο δακρυσμένα και τόσο κλαμένα. Έκλαιγε απαρηγόρητα για τις ψυχές που βασανίστηκαν πολύ. Τους βασάνιζε στη γη ο σατανάς λέγοντας τους πως δεν υπάρχει Θεός και πως μπορούν να κάνουν οτιδήποτε κακό και είδε τώρα τα αποτελέσματα και έκλαψε γι’ αυτές τις ψυχές…
Και ο Ιησούς, ο Γιός της, είδε τα καταγάλανα και πανέμορφα μάτια της δακρυσμένα και πόνεσε η καρδιά Του. Θα ήθελε πολύ να έβγαινε από την κόλαση η Μητέρα Του και να μην βλέπει αυτά που έβλεπε εκείνη τη στιγμή.
Κι όμως η Μητέρα συνέχισε και από όπου περνούσε άνοιγε την αγκαλιά της και άφηνε τα χέρια της σαν σχήμα ευλογίας. Από όπου περνούσε από πάνω και άφηνε το χέρι της απλωμένο, όπως μια μάνα που ανοίγει τα χέρια της αναζητώντας το παιδί της, εκείνη την στιγμή δεν άντεχαν οι δαίμονες, αλλά ούτε και ο Άδης πλέον στις τιμωρίες. Σταματούσαν οι τιμωρίες! Σταματούσε η οργή! Σταματούσε το κακό! Όπου περνούσε από πάνω με το πέρασμα της, γαλήνευε αμέσως ο Άδης, λες και γινόταν παράδεισος αμέσως.
Όταν πέρασαν όλους τους τόπους της κόλασης λυπήθηκε πολύ. Και τότε παρακάλεσε τον Πατέρα της να την αφήσει με όλα τα αδελφάκια της στον ουρανό, τους αγίους πλέον, να είναι στη γη για να αγωνίζεται για τα σπλάχνα Του εδώ και να τα βοηθάει να μην πάει κανένας στην κόλαση, κανένας μα κανένας!
Τότε παρακάλεσε τον Υιό της μια χάρη μοναδική να της δώσει: Όποτε γιορτάζει, όποτε οι άνθρωποι την τιμούν εδώ στη γη, να σταματά και η κόλαση στον Άδη. Όσο κρατάει η θεία Λειτουργία των εορτών της εδώ στη γη, να σταματούν τα βάσανα του Άδη. Όσο η θεία Λειτουργία θα σηκώνεται στο όνομα της και όλοι θα ψάλλουνε τους ύμνους στην Μάνα του Θεού εδώ στη γη, να μην υπάρχει Άδης, να μην υπάρχει κόλαση, να σταματούν όλα! Και ο Υιός της, της έκανε το χατίρι.
Γι’ αυτό να ξέρετε ότι, όσο κρατάνε οι θείες Λειτουργίες των εορτών της Παναγίας εδώ στη γη, Άδης μέχρι την Δευτέρα Παρουσία δεν θα υπάρχει. Θα σταματούν τα πάντα. Αυτό είναι το χάρισμα που έδωσε ο Θεός Πατέρας στην πάναγνο Βασίλισσα Του Μαριάμ.
Γι’ αυτό και θα ήθελα όλοι εμείς που την αγαπάμε, να της δώσουμε τη χαρά να μην μας δει ποτέ στον Άδη, αλλά να μας βλέπει μόνο στον Παράδεισο.
Όταν την είδαν και την άκουσαν όλοι οι αμαρτωλοί μέσα στις φωτιές του Άδη, άνοιξαν τα στόματα τους και με ικετευτική φωνή όλοι φώναζαν και ικέτευαν και παρακαλούσαν: «Μητέρα του Θεού, σώσε μας του αμαρτωλούς». Για πρώτη φορά είδαν όλοι οι Άγγελοι και οι Προφήτες τα μάτια της τόσο δακρυσμένα και τόσο κλαμένα. Έκλαιγε απαρηγόρητα για τις ψυχές που βασανίστηκαν πολύ. Τους βασάνιζε στη γη ο σατανάς λέγοντας τους πως δεν υπάρχει Θεός και πως μπορούν να κάνουν οτιδήποτε κακό και είδε τώρα τα αποτελέσματα και έκλαψε γι’ αυτές τις ψυχές…
Και ο Ιησούς, ο Γιός της, είδε τα καταγάλανα και πανέμορφα μάτια της δακρυσμένα και πόνεσε η καρδιά Του. Θα ήθελε πολύ να έβγαινε από την κόλαση η Μητέρα Του και να μην βλέπει αυτά που έβλεπε εκείνη τη στιγμή.
Κι όμως η Μητέρα συνέχισε και από όπου περνούσε άνοιγε την αγκαλιά της και άφηνε τα χέρια της σαν σχήμα ευλογίας. Από όπου περνούσε από πάνω και άφηνε το χέρι της απλωμένο, όπως μια μάνα που ανοίγει τα χέρια της αναζητώντας το παιδί της, εκείνη την στιγμή δεν άντεχαν οι δαίμονες, αλλά ούτε και ο Άδης πλέον στις τιμωρίες. Σταματούσαν οι τιμωρίες! Σταματούσε η οργή! Σταματούσε το κακό! Όπου περνούσε από πάνω με το πέρασμα της, γαλήνευε αμέσως ο Άδης, λες και γινόταν παράδεισος αμέσως.
Όταν πέρασαν όλους τους τόπους της κόλασης λυπήθηκε πολύ. Και τότε παρακάλεσε τον Πατέρα της να την αφήσει με όλα τα αδελφάκια της στον ουρανό, τους αγίους πλέον, να είναι στη γη για να αγωνίζεται για τα σπλάχνα Του εδώ και να τα βοηθάει να μην πάει κανένας στην κόλαση, κανένας μα κανένας!
Τότε παρακάλεσε τον Υιό της μια χάρη μοναδική να της δώσει: Όποτε γιορτάζει, όποτε οι άνθρωποι την τιμούν εδώ στη γη, να σταματά και η κόλαση στον Άδη. Όσο κρατάει η θεία Λειτουργία των εορτών της εδώ στη γη, να σταματούν τα βάσανα του Άδη. Όσο η θεία Λειτουργία θα σηκώνεται στο όνομα της και όλοι θα ψάλλουνε τους ύμνους στην Μάνα του Θεού εδώ στη γη, να μην υπάρχει Άδης, να μην υπάρχει κόλαση, να σταματούν όλα! Και ο Υιός της, της έκανε το χατίρι.
Γι’ αυτό να ξέρετε ότι, όσο κρατάνε οι θείες Λειτουργίες των εορτών της Παναγίας εδώ στη γη, Άδης μέχρι την Δευτέρα Παρουσία δεν θα υπάρχει. Θα σταματούν τα πάντα. Αυτό είναι το χάρισμα που έδωσε ο Θεός Πατέρας στην πάναγνο Βασίλισσα Του Μαριάμ.
Γι’ αυτό και θα ήθελα όλοι εμείς που την αγαπάμε, να της δώσουμε τη χαρά να μην μας δει ποτέ στον Άδη, αλλά να μας βλέπει μόνο στον Παράδεισο.