Όταν ήμουν στα νιάτα μου κατηχητής, είχα ένα κατηχητόπουλο που το έλεγαν Δημήτρη. Προερχόταν από χριστιανική οικογένεια και ήταν πολύ καλό παιδί και καλός χριστιανός.
Τον αγαπούσα πολύ, αλλά είχε πολλές ανησυχίες πνευματικές. Τα χρόνια πέρασαν, τέλειωσα το Πανεπιστήμιο, παντρεύτηκα και έχασα τα ίχνη του. Κάποια μέρα γυρίζοντας από την δουλειά μου τον συνάντησα στο λεωφορείο. Χαρήκαμε και οι δύο πολύ.
Τον ρώτησα με τι ασχολείται και μου είπε ότι σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο, στο 2ο ή 3ο έτος (δεν ενθυμούμαι καλά), και ότι ήταν οπαδός του γκουρού Μαχαράτσι και κάνει αυτοσυγκέντρωση και τα άλλα που κάνουν οπαδοί τέτοιων δοξασιών. Στενοχωρήθηκα πολύ και του πρότεινα να πάμε να συναντήσουμε τον γέροντα Πορφύριο (ήταν δεκαετία του ’80), αφού προηγουμένως του εξήγησα μερικά πράγματα γι’ αυτόν. Συμφώνησε, με τον όρο ότι κάποια στιγμή θα πήγαινα κι εγώ, έστω μια φορά, σε κάποια από τις συναντήσεις που έκαναν οι οπαδοί αυτού του γκουρού, κάπου στον Λυκαβηττό.
Στην συνέχεια, μετά από λίγες μέρες, επισκεφθήκαμε τον Πάτερ Πορφύριο, που τότε ζούσε στο Μοναστήρι του στο Μήλεσι Ωρωπού. Στην συνάντηση εκείνη, που παραβρέθηκα κι εγώ, ο Πάτερ Πορφύριος τον ρωτούσε διάφορα πράγματα για το τι κάνει, πώς προσεύχεται, πώς κάνει αυτοσυγκέντρωση, αν βλέπη “φώτα” κλπ. κι αυτός απαντούσε διάφορα. Του είπε ότι αυτά που κάνει δεν είναι καλά και ν’ απομακρυνθή από εκεί. Μάλιστα εκ των υστέρων ο Πάτερ Πορφύριος μου είπε ότι αν δεν απομακρυνθή από εκεί, κινδυνεύει να τρελλαθή. Επίσης μου είπε ότι σε κάποια από αυτά που τον ρωτούσε, δεν του έλεγε την αλήθεια.
Αργότερα ο Δημήτρης μου ζήτησε να πάω κι εγώ σε μια συγκέντρωσή τους, πράγμα που έγινε, αφού προηγουμένως πήρα ευλογία από τον Πάτερ Πορφύριο. Φθάνοντας στον Λυκαβηττό, σε μια αίθουσα που είχαν, συνάντησα πολύ κόσμο, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, γέρους, νέους, έγκυες γυναίκες κλπ. Αφού βγάλαμε τα παπούτσια μας, μπήκαμε σε μια μεγάλη αίθουσα, στον ένα τοίχο της οποίας υπήρχαν δύο πολύ μεγάλες φωτογραφίες του γκουρού και μπροστά σε κάθε φωτογραφία έκαιγε μια μεγάλη λαμπάδα. Ανάμεσα στις δύο λαμπάδες υπήρχε ένα βάθρο και επάνω του ένα γραφείο. Όλοι οι άνθρωποι ήμασταν όρθιοι (δεν υπήρχαν καρέκλες). Εγώ στάθηκα πλάι σ’ έναν τοίχο και περίμενα να δω τι θα γίνη, ενώ μυστικά έλεγα την ευχή του Ιησού και παρακαλούσα τον Γέροντα Πορφύριο για συμπαράσταση ήξερα ότι και “βλέπει και ακούει”.
Ανέβηκε κάποιος στο βάθρο και είπε μερικά λόγια για τον γκουρού και στην συνέχεια μας ανακοίνωσε ότι κάποιος (προϊστάμενος πιστεύω), μόλις είχε επιστρέψει από την Ιταλία, όπου τον είχε συναντήσει και έφερνε τις “ευλογίες” και τα νέα του. Πράγματι σε λίγο μπήκε ένας κύριος γύρω στα σαράντα και είπε πρώτα να γονατίσουμε όλοι και να “προσευχηθούμε” στον γκουρού και μετά θα μας έλεγε τα νέα του. Όλοι στην αίθουσα γονάτισαν, εκτός από εμένα που στεκόμουν όρθιος λέγοντας μυστικώς την ευχή και παρακαλώντας τον Γέροντα Πορφύριο. Το γονάτισμα θα κράτησε 5 έως 10 λεπτά, κατά την διάρκεια των οποίων ο ομιλητής κατά καιρούς μου έριχνε κάποιες ματιές. Όταν σηκώθηκαν από το γονάτισμα όλοι, ο κύριος που με κοίταζε και που θα μας έλεγε τα νέα του γκουρού, κάτι είπε σε κάποιον διπλανό του κι έφυγε. Ο διπλανός του πήρε τον λόγο και είπε ότι ο κύριος τάδε (ο παρ’ ολίγον ομιλητής) ήταν πολύ κουρασμένος από το ταξίδι στην Ιταλία και δεν θα μας μιλούσε απόψε, αλλά κάποια άλλη φορά. Έτσι έληξε και διαλύθηκε η συγκέντρωση. Ο Θεός δια των ευχών του Γέροντα Πορφυρίου είχε κάνει το θαύμα του και δεν επέτρεψε στον άνθρωπο αυτόν να πη (τουλάχιστον εκείνη την φορά) τις πλάνες του.
Στην συνέχεια απομακρυνθήκαμε ο Δημήτρης κι εγώ, ο ένας από τον άλλο, κι έχασα πάλι τα ίχνη του. Αργότερα έμαθα ότι και οι γονείς του Δημήτρη πήγαν και συμβουλεύτηκαν τον Γέροντα Πορφύριο για το παιδί τους, αλλά απ’ όσο γνωρίζω, δεν ακολούθησαν τις συμβουλές του ώστε να βοηθηθή το παιδί τους. Τελικά, μετά από μερικά χρόνια έμαθα ότι ο Δημήτρης είχε εγκαταλείψει τα πάντα (γκουρού, σπουδές, αναζητήσεις κλπ.) και νοσηλευόταν κάπου με ψυχοφάρμακα, έχοντας τρελλαθεί, όπως είχε προείπει ο Γέροντας Πορφύριος».
Από το βιβλίο: «Ο Όσιος Πορφύριος (Μαρτυρίες – Διηγήσεις – Νουθεσίες)». Α’. Μαρτυρίες.
Τον αγαπούσα πολύ, αλλά είχε πολλές ανησυχίες πνευματικές. Τα χρόνια πέρασαν, τέλειωσα το Πανεπιστήμιο, παντρεύτηκα και έχασα τα ίχνη του. Κάποια μέρα γυρίζοντας από την δουλειά μου τον συνάντησα στο λεωφορείο. Χαρήκαμε και οι δύο πολύ.
Τον ρώτησα με τι ασχολείται και μου είπε ότι σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο, στο 2ο ή 3ο έτος (δεν ενθυμούμαι καλά), και ότι ήταν οπαδός του γκουρού Μαχαράτσι και κάνει αυτοσυγκέντρωση και τα άλλα που κάνουν οπαδοί τέτοιων δοξασιών. Στενοχωρήθηκα πολύ και του πρότεινα να πάμε να συναντήσουμε τον γέροντα Πορφύριο (ήταν δεκαετία του ’80), αφού προηγουμένως του εξήγησα μερικά πράγματα γι’ αυτόν. Συμφώνησε, με τον όρο ότι κάποια στιγμή θα πήγαινα κι εγώ, έστω μια φορά, σε κάποια από τις συναντήσεις που έκαναν οι οπαδοί αυτού του γκουρού, κάπου στον Λυκαβηττό.
Στην συνέχεια, μετά από λίγες μέρες, επισκεφθήκαμε τον Πάτερ Πορφύριο, που τότε ζούσε στο Μοναστήρι του στο Μήλεσι Ωρωπού. Στην συνάντηση εκείνη, που παραβρέθηκα κι εγώ, ο Πάτερ Πορφύριος τον ρωτούσε διάφορα πράγματα για το τι κάνει, πώς προσεύχεται, πώς κάνει αυτοσυγκέντρωση, αν βλέπη “φώτα” κλπ. κι αυτός απαντούσε διάφορα. Του είπε ότι αυτά που κάνει δεν είναι καλά και ν’ απομακρυνθή από εκεί. Μάλιστα εκ των υστέρων ο Πάτερ Πορφύριος μου είπε ότι αν δεν απομακρυνθή από εκεί, κινδυνεύει να τρελλαθή. Επίσης μου είπε ότι σε κάποια από αυτά που τον ρωτούσε, δεν του έλεγε την αλήθεια.
Αργότερα ο Δημήτρης μου ζήτησε να πάω κι εγώ σε μια συγκέντρωσή τους, πράγμα που έγινε, αφού προηγουμένως πήρα ευλογία από τον Πάτερ Πορφύριο. Φθάνοντας στον Λυκαβηττό, σε μια αίθουσα που είχαν, συνάντησα πολύ κόσμο, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, γέρους, νέους, έγκυες γυναίκες κλπ. Αφού βγάλαμε τα παπούτσια μας, μπήκαμε σε μια μεγάλη αίθουσα, στον ένα τοίχο της οποίας υπήρχαν δύο πολύ μεγάλες φωτογραφίες του γκουρού και μπροστά σε κάθε φωτογραφία έκαιγε μια μεγάλη λαμπάδα. Ανάμεσα στις δύο λαμπάδες υπήρχε ένα βάθρο και επάνω του ένα γραφείο. Όλοι οι άνθρωποι ήμασταν όρθιοι (δεν υπήρχαν καρέκλες). Εγώ στάθηκα πλάι σ’ έναν τοίχο και περίμενα να δω τι θα γίνη, ενώ μυστικά έλεγα την ευχή του Ιησού και παρακαλούσα τον Γέροντα Πορφύριο για συμπαράσταση ήξερα ότι και “βλέπει και ακούει”.
Ανέβηκε κάποιος στο βάθρο και είπε μερικά λόγια για τον γκουρού και στην συνέχεια μας ανακοίνωσε ότι κάποιος (προϊστάμενος πιστεύω), μόλις είχε επιστρέψει από την Ιταλία, όπου τον είχε συναντήσει και έφερνε τις “ευλογίες” και τα νέα του. Πράγματι σε λίγο μπήκε ένας κύριος γύρω στα σαράντα και είπε πρώτα να γονατίσουμε όλοι και να “προσευχηθούμε” στον γκουρού και μετά θα μας έλεγε τα νέα του. Όλοι στην αίθουσα γονάτισαν, εκτός από εμένα που στεκόμουν όρθιος λέγοντας μυστικώς την ευχή και παρακαλώντας τον Γέροντα Πορφύριο. Το γονάτισμα θα κράτησε 5 έως 10 λεπτά, κατά την διάρκεια των οποίων ο ομιλητής κατά καιρούς μου έριχνε κάποιες ματιές. Όταν σηκώθηκαν από το γονάτισμα όλοι, ο κύριος που με κοίταζε και που θα μας έλεγε τα νέα του γκουρού, κάτι είπε σε κάποιον διπλανό του κι έφυγε. Ο διπλανός του πήρε τον λόγο και είπε ότι ο κύριος τάδε (ο παρ’ ολίγον ομιλητής) ήταν πολύ κουρασμένος από το ταξίδι στην Ιταλία και δεν θα μας μιλούσε απόψε, αλλά κάποια άλλη φορά. Έτσι έληξε και διαλύθηκε η συγκέντρωση. Ο Θεός δια των ευχών του Γέροντα Πορφυρίου είχε κάνει το θαύμα του και δεν επέτρεψε στον άνθρωπο αυτόν να πη (τουλάχιστον εκείνη την φορά) τις πλάνες του.
Στην συνέχεια απομακρυνθήκαμε ο Δημήτρης κι εγώ, ο ένας από τον άλλο, κι έχασα πάλι τα ίχνη του. Αργότερα έμαθα ότι και οι γονείς του Δημήτρη πήγαν και συμβουλεύτηκαν τον Γέροντα Πορφύριο για το παιδί τους, αλλά απ’ όσο γνωρίζω, δεν ακολούθησαν τις συμβουλές του ώστε να βοηθηθή το παιδί τους. Τελικά, μετά από μερικά χρόνια έμαθα ότι ο Δημήτρης είχε εγκαταλείψει τα πάντα (γκουρού, σπουδές, αναζητήσεις κλπ.) και νοσηλευόταν κάπου με ψυχοφάρμακα, έχοντας τρελλαθεί, όπως είχε προείπει ο Γέροντας Πορφύριος».
Από το βιβλίο: «Ο Όσιος Πορφύριος (Μαρτυρίες – Διηγήσεις – Νουθεσίες)». Α’. Μαρτυρίες.