«Του βίου την θάλασσαν υψουμένην καθορών των πειρασμών τω κλύδωνι, τω ευδίω, λιμένι Σου προσδραμών, βοώ Σοι, ανάγαγε εκ φθοράς την ζωήν μου Πολυέλεε.»
Έλεγα:«Θεέ μου, η ζωή είναι μία θάλασσα φουρτουνιασμένη και Σου ζητάω, οπως είμαι και εγώ ταξιδιώτης αυτής της φουρτουνιασμένης θαλάσσης, να οικονομήσει η θεία Σου πρόνοια να πάω σε ένα λιμάνι, να ησυχάσει η ψυχή μου εκεί, στο λιμάνι που θα είσαι Εσύ, η ειρήνη».
Και τα έλεγα αυτά, μάλλον τα έψαλλα σιγανά, κι έκλαιγα, διότι το αίσθημα μου ηταν βαθύ, που άφηνα τον κόσμο, δηλαδή άφηνα τους γονείς μου. Δεν με πείραζε για τον κόσμο, δεν είχα έγνοια εγώ για τον κόσμο. Μόνο για τους γονείς, ήμουνα μικρός και μόνο τους γονείς θυμόμουνα και λυπόμουνα που τους άφηνα.
Έφθασε μεσημέρι κι ετρώγανε στο κατάστρωμα, κείνη την εποχή ετσι γινότανε. Είχαν καθήσει οικογένειες οικογένειες. Απέναντι μου ηταν μία γυναίκα με τον άντρα της και τα τρία τους παιδιά. Εγώ ήμουνα εκεί κι εκοίταζα την θάλασσα. Σε μιά στιγμή έρχεται μία κυρία, επειδή είχαν έλθει οι ναύτες και μου είχανε ζητήσει εισητήριο και δεν είχα, είδανε οτι είμαι φτωχό παιδι, με τραβάει απ' τον ώμο και μου δίνει ένα κομμάτι ψωμί και πάνω σ' αυτό είχε τρία μάτσα σαρδέλες.Της λέω:
-Ευχαριστώ, ευχαριστώ πολύ!
Κάποιες άλλες κυρίες, που ηταν δίπλα,της λένε:
-Μπράβο, πολύ καλά!Πως το σκέφθηκες; Εμείς δεν το σκεφθήκαμε.
Εκείνη όμως, γυρίζει και τους λέει:
-Τέτοια παιδιά, αλητόπαιδα, δεν πρέπει να τα κοιτάζεις κανείς, ούτε να τους προσφέρει τίποτα, αλλά τι να κάνομε; Είμαστε και άνθρωποι.
Εγώ ο καημενούλης, οταν άκουσα τη λέξη "αλητόπαιδα", μές στην ψυχούλα μου εχάρηκα, διότι σκέφθηκα οτι όντως αλητόπαιδο είμαι. Έγινα αλήτης για την αγάπη του Χριστού! Κι έλεγα:
-Χριστέ μου, σώσε με, οδήγησέ με!
Άγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης